Αρχαία Κρήτη
Πρόκειται, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, για ένα από τα μεγαλύτερα (αν όχι το μεγαλύτερο) και το πιο σπάνιο χρυσό σφραγιδικό δαχτυλίδι στον κόσμο.
…Άπλωσα τα χέρια με τις παλάμες προς τα κάτω, λίγο πάνω από το έδαφος. «Πατέρα Ποσειδώνα, πατέρα του αλόγου, άρχοντα των ταύρων, είμαι στα χέρια σου και θα υπακούσω το κάλεσμά σου. Το συμφωνήσαμε. Όμως δώσε μου πρώτα ένα πράγμα. Κάνε με ταυροκαθάπτη!»
…Από τη στιγμή που θα τσακώσεις τον ταύρο σου, υπάρχουν δυο τρόποι να εξασκηθείς μαζί του. Δένεις την αλυσίδα του σ’ ένα παλούκι και μαθαίνεις ν’ αποφεύγεις τα κέρατά του με χάρη. Ή τον δένεις γερά, έτσι που δεν μπορεί να τρέξει, αλλά μόνο να κουνά το κεφάλι. Έτσι μαθαίνεις πάνω του το άλμα. Δεν σου δίνεται και πολύς χρόνος για όλ’ αυτά, γιατί και στην περίπτωση που θα τον μισοημέρευες ακόμα, το θέαμα θα ήταν μάλλον φτωχό. Πάντως κανένας νόμος δεν επιβάλλει να τον κάνεις εχθρό σου. Πριν χορέψουμε μαζί του, πάντα του προσφέραμε πρασινάδα ή λίγο αλάτι. Τελικά ποτέ δεν έπαψε να μας κοιτά λοξά, γιατί μας θεωρούσε υπεύθυνους για την αιχμαλωσία του….
(Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα της Μαίρης Ρενώ: «Ο Βασιλιάς πρέπει να πεθάνει»).Αγώνες με τους ταύρους και ταυραθλήματα αναφέρονται από τον Πλάτωνα για την Ατλαντίδα. Την Μινωική Κρήτη όμως, την λάμπρυναν τα Ταυροκαθάψια.
Η σημαντικότερη γιορτή ήταν οι ταυρομαχίες ή ακριβέστερα ταυροπαιδιές, παιχνίδια και αγώνες με ταύρους που γίνονταν, όπως φαίνεται, την εποχή που ξαναγεννιέται η φύση και ο άνθρωπος, δηλαδή την άνοιξη. Το αγώνισμα βασίζεται στην ιερότητα του ταύρου και στη σημασία του για τις λατρείες της γονιμότητας.
Ίσως η ταυροπαιδιά γεννήθηκε από αγώνες μεταξύ ταύρων, όπως αυτοί που γίνονταν στην Αίγυπτο, στο ιερό του θεϊκού ταύρου Άπι. Ένα στοιχείο που είχε βασική επίδραση στη διαμόρφωση των Κρητικών ταυροπαιδιών ήταν η σύλληψη αγρίων ταύρων για πρακτικούς και μαγικούς σκοπούς.
Ο ταύρος συλλαμβάνεται ζωντανός, χωρίς να πληγωθεί, με παγίδα από δίχτυ, ή τον αρπάζει ξαφνικά ο ασκημένος θηρευτής από τα κέρατα και τον ακινητεί με το βάρος του, έως ότου τον δέσουν. Αργότερα αυτή η δραματική και επικίνδυνη σκηνή επαναλαμβάνεται μέσα στο θεατρικό χώρο της πολιτείας, για να χαρεί όλο το πλήθος το μοναδικό θέαμα.
Το αγώνισμα πλουτίζεται τότε με νέα τολμηρά, ακροβατικά στοιχεία. Άντρες και γυναίκες πιάνονται από τα κέρατα τού ζώου και πηδούν με ποικίλες στάσεις πάνω στη ράχη του, ξαναπέφτοντας ύστερα με χάρη στη γη.
Η συμμετοχή γυναικών δίνει στα μινωικά παιγνίδια με τον ταύρο, κάποια πρόσθετη χροιά ερωτικής παιδιάς με το ωραίο σφριγηλό ζώο. Οι τελετουργίες της γονιμότητας και ο μύθος του έρωτα της βασίλισσας - θεάς Πασιφάης προς τον ταύρο έχουν ίσως σχέση προς τις μινωικές ταυροπαιδιές. Οι γυναίκες αγωνίζονται γυμνόστηθες και εκτελούν άλματα και ακροβατικά πάνω από τα κέρατα του ταύρου, ανταγωνιζόμενες τους άνδρες ταυροκαθάπτες.
Ο ταύρος δεν σκοτώνεται κατά την ταυρομαχία. Οι αθλητές είναι άοπλοι, αγωνίζονται μόνο με το κορμί τους. Έτσι η κρητική ταυρομαχία μένει ένα ευγενικό και χαριτωμένο παιχνίδι, σύμφωνα με το χαρακτήρα ολόκληρου του μινωικού πολιτισμού.
Η λέξη «ταυροκαθάψια» αποτελείται από τη λέξη ταύρος και από το ρήμα «καθάπτω» και «καθάπτομαι» και σημαίνει κρατιέμαι, στηρίζομαι, προσκολλούμαι (εν προκειμένω στα κέρατα του ταύρου).
Οι τελετές αυτές που ήταν ταυτόχρονα και ακροβατικά αγωνίσματα, τελούνταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας, στη Θεσσαλία, στην Τίρυνθα, την Κρήτη και αλλού.
Σε αυτές τις τελετές, τέσσερα άτομα, άντρες συνήθως, οι Ταυροκαθάπτες, που κρατούσαν ξύλινα ρόπαλα τριγύριζαν τον ταύρο και ο ένας απ’ αυτούς προσπαθούσε να ανέβει στη ράχη ή στον τράχηλό του και να κρατηθεί από τα κέρατά του εκτελώντας διάφορες εντυπωσιακές ακροβατικές ασκήσεις.
Όση ώρα ο Ταυροκαθάπτης βρίσκεται πάνω στον ταύρο, σείεται και νιώθει σαν να γίνεται γύρω του σεισμός. Το όλο δηλαδή αγώνισμα είναι μια μίμηση του σεισμού, τον οποίο ο ταυροκαθάπτης προσπαθεί να δαμάσει.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο ταύρος ήταν το ιερό ζώο του Ποσειδώνα του κοσμοσείστη, του θεού των σεισμών, που καλείται και Εννοσίγαιος.
Οι τελετές αυτές ίσως να αποσκοπούσαν στην αποτροπή του σεισμού με μαγικό τρόπο. Γι' αυτό άλλωστε παρατηρούμε ότι τα ταυροκαθάψια, τελούνταν ως επί το πλείστον, σε περιοχές που μαστίζονταν από σεισμούς.
Ο Μινωίτης δοκίμαζε την μεγαλύτερη συγκίνηση, όταν πήγαινε στο αμφιθέατρο κατά τις εορτές, για να δει άνδρες και γυναίκες να αντιμετωπίζουν τον θάνατο κατά την πάλη τους με τεράστιους ταύρους. Πολλές φορές, έβλεπε τα στάδια αυτού του ορμητικού αγωνίσματος: τον τολμηρό κυνηγό που συλλαμβάνει τον ταύρο πηδώντας πάνω στον τράχηλο του ζώου, την στιγμή που εκείνο πίνει νερό, τον επαγγελματία δαμαστή, που στρίβει μαλακά και υπομονετικά το κεφάλι του ταύρου, έως ότου αυτός μάθει να ανέχεται κάπως τα ενοχλητικά τεχνάσματα του ακροβάτη.
Έβλεπε ακόμα τον επιδέξιο αθλητή, λεπτό, ευκίνητο, που αντιμετωπίζει τον ταύρο στην αρένα, αρπάζει τα κέρατά του, πηδάει στον αέρα, περιστρέφεται πάνω από την ράχη του και πέφτει με τα πόδια στο έδαφος, στην αγκαλιά μιας γυναίκας, η οποία πρόσθετε την χάρη της στην σκηνή!
Τα ταυροκαθάψια είχαν τρεις διαφορετικές τεχνικές για τα άλματα.
Πρώτη τεχνική: Ο αθλητής έπιανε τον ταύρο που κάλπαζε από τα κέρατα, γύριζε πάνω από το κεφάλι του, πατούσε πάνω στην πλάτη του και μετά γύριζε στον αέρα και προσγειωνόταν πίσω του.
Δεύτερη τεχνική: Ο αθλητής πηδούσε - κατά προτίμηση από μια ανυψωμένη θέση - πάνω από το κεφάλι του ταύρου, έπεφτε με τα χέρια πάνω στην πλάτη του, μετά γυρνούσε στον αέρα και προσγειωνόταν στο έδαφος πίσω από το ζώο.
Τρίτη τεχνική, η οποία απεικονίζεται σε μία και μόνο παράσταση: Ο ταυροκαθάπτης διακρίνεται πάνω από την ουρά του ταύρου, πιθανόν αφού τον έχει πλησιάσει από το πλάι.
Τη συνήθεια των ταυροκαθαψίων μας τη διασώζει μια τοιχογραφία της Κνωσού που παριστάνει αυτήν ακριβώς τη σκηνή.
Τα ταυροκαθάψια, εκτός από ιερή τελετή προς τιμήν της λατρείας του ταύρου ήταν και τέχνη, μεγάλη μάλιστα, γιατί το άθλημα αυτό απαιτούσε την ευλυγισία του σώματος, την χάρη, την ακρίβεια, την ταχύτητα και την αντίληψη, την αρμονία των κινήσεων και την ισορροπία του ταυροκαθάπτη.
Το παιγνίδι με τον ταύρο ήταν για τους Μινωίτες περισσότερο χορός παρά βάρβαρο έθιμο, όπως κατάντησε σήμερα στις αρένες της Ισπανίας.
Παρ’ όλο που ο Τάλως είναι πρόσωπο της κρητικής μυθολογίας είχε έναν συνονόματο Αθηναίο μυθικό ήρωα. Πρόκειται για μεταγενέστερο αττικό μύθο όπου ο αθηναίος γιος της πέρδικας ήταν ανιψιός του πολυτεχνίτη Δαίδαλου.
Τάλως και Δαίδαλος ο συσχετισμός των δύο αυτών προσώπων ξεκινά από μία πράξη πολύ άσχημη. Ο Τάλως φαίνεται πως ήταν ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής αφού σε αυτόν αποδίδεται το κτίσιμο των ναών της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Ο ναός της Αθηνάς κτίστηκε στον βράχο της Ακρόπολης και εκεί μάλλον μπήκε για πρώτη φορά τον ξύλινο άγαλμα της προστάτιδας θεάς. Φαίνεται πως θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ όμορφος και πιθανολογείται πως αυτή η μεγάλη επιτυχία είναι που παρακίνησε την ζηλοφθονία του Δαίδαλου προς τον Τάλω και τον γκρέμισε «κατά λάθος» από την Ακρόπολη με αποτέλεσμα τον θάνατο του μεγάλου αρχιτέκτονα.
Η ιστορία (η η μυθολογία?)αναφέρει πως ο Άρειος Πάγος που ανέλαβε την υπόθεση της εκδίκασης του θανάτου του Τάλω καταδίκασε τον Δαίδαλο αφού και σαφώς δεν δέχτηκε την δικαιολογία της «κατά λάθους» ρίψης του αρχιτέκτονα από τον βράχο της Ακρόπολης.
Η παράδοση λέει πως ο Ταύρος αυτός βγήκε από την θάλασσα την ημέρα του γάμου του Μίνωα με την πανέμορφη Πασιφάη, δώρο των Θεών. Ήταν κατάλευκος και εκπληκτικής ομορφιάς, μας λέει η παράδοση, τόσο που η Πασιφάη τον ερωτεύτηκε αμέσως. Αλλά εδώ κάνουμε τον αποσυμβολισμό κοιτώντας την ιστορία και όχι τα σύμβολα που πέρασαν μέσα από την παράδοση για να σημάνουν την σχέση θεών και ανθρώπων.
Ο περίφημος λοιπόν Μινώταυρος γεννήθηκε από εκείνη την σχέση της βασιλικής συζύγου του Μίνωα και του στρατηγού του Ταύρου. Επειδή η σχέση ήταν παράνομη, όπως ήταν λογικό, ο καρπός αυτού του έρωτα έπρεπε να μείνει κρυφός. Η δισυπόστατη μορφή του είναι αποτέλεσμα της διακωμώδησης της σχέσης από τον λαό. Αλλά και από το γεγονός ότι οι σχέσεις των βασιλικών οικογενειών που κάτω από συνθήκες συμφέροντος επιτελούνται γάμοι, έχουν τις ανάλογες επιπτώσεις στον συναισθηματικό τομέα των ατόμων που βρίσκονται να αναπτύσσουν αισθήματα με άτομα πέραν του δικού τους «κύκλου» και κοινωνικής επιφάνειας. Δισυπόστατη λοιπόν η μορφή του Μινώταυρου έχει το αίμα του Ταύρου αλλά και το βασιλικό Μινωικό αίμα.
Η Πρόκρη με τον σάλο που έχει ξεσπάσει για τον παράνομο ερωτικό της δεσμό με τον Κρήτα βασιλιά και θέλοντας να αποφύγει την οργή της Πασιφάης γυρίζει στην Αθήνα. Κατά την αποχώρησή της ο Μίνως της χαρίζει τον κυνηγετικό του σκύλο. Στην Αθήνα η Πρόκρη γίνεται δεκτή από τον άνδρα της Κέφαλο που ενώ φαίνεται να την έχει συγχωρήσει σε ένα κυνήγι στις πλαγιές του Υμηττού φονεύεται «κατά λάθος» και αυτή. Ο σκύλος του Μίνωα ήταν δείγμα πως καθόλου φιλική δεν ήταν η σχέση της Πρόκρης με τον βασιλιά της Κρήτης, και αυτό ο Κέφαλος δεν μπορούσε να το …δεχτεί. Έτσι το «σύμβολο» της απιστίας έγινε αιτία του ξεσπάσματος του Κέφαλου και του φόνου τελικά της Πρόκρης. Ο Άρειος Πάγος βέβαια δεν δεχόταν αυτά τα «κατά λάθος» φονικά και έτσι τιμωρεί τον Κέφαλο ο οποίος όμως καταφέρνει να διαφύγει και αυτός στο εξωτερικό.