Crete

Νικολής Τζέγκας

Καλλιτέχνης που δεν ήξερε να παίζει κανένα όργανο! Συνέθετε σκοπούς σφυρίζοντας και τραγουδόντας.

nikolistzegasΟ Νικόλαος Τσέγκας γεννήθηκε το 1900 και έζησε στη Γραμπούσα Κισσάμου, στη θάλασσα της οποίας άσκησε το επάγγελμα του ψαρά. Στην ίδια θάλασσα χάθηκε το 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
Βαθύς μερακλής και μποέμ της αποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο. Τσι σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισσάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ ?μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"


nikolistzegas02Μια γνωστή ιστορία για το πως έβγαζε σκοπούς: Μια μέρα ο χωροφύλακας στη Κίσσαμο είχε διάφορες δουλειές κι επηγαινοερχότανε στο μεγάλο κεντρικό δρόμο όλο το πρωί. Νωρίς το πρωί, εξάνοιξε το Τζέγκα να κάθεται σκυφτός έξω απο ένα καφενείο, μέσα στη κάπα του, κουκουλομένο, να καπνίζει και να κοιτάζει το έδαφος σκεφτικός μέσα στο ψιλόβροχο. Το μεσημέρι σαν επέρασε για πολλοστή φορά και το ξανάδε, σταματά και πάει και του λέει:
-Μπρε συ Νίκολη, ήντα 'παθες; Ετροζάθηκες και κάθεσαι έτουδα στο κρύο και τη βροχή;
Πετιέτε λοιπόν κι ο Τζέγκας, νευριασμένος, σα το ελατήριο απάνω και του λέει:
-Ήντα μου 'κανες βρε κι έχασα το σκοπό!!!

Στο Νικολή Τσέγκα αναφέρεται το γνωστό τραγούδι "Στση Γραμπούσας τ' ακρωτήρι" (αρχικός τίτλος: "Αρμενάκι Τζέκα"), που ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Μουντάκη σε δίσκο 45" και περιέχεται επίσης στο δίσκο του "Έτσι τραγουδάει η Κρήτη, νο 1", καθώς και το τραγούδι "Τζέγκας" του Κωστή Παπαδάκη (Ναύτη), στο δίσκο "65 χρόνια Ναύτης", Cretaphone ...
Συρτά του Νίκου Τσέγκα υπάρχουν, μεταξύ άλλων, στους δίσκους:


Πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής Ιστορίας (CD Γιώργου Κουτσουρέλη, τραγ. "Μπαρμπούνι" και "Σαράντα μέτρα θάλασσα"), Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Ross Daly, "Ονείρου Τόποι", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Γιώργος Τζιμάκης
Ναύτης, "65 χρόνια Ναύτης"
nikolistzegas03
Υπάρχει και η μαντινάδα:
Γραμπούσα μαύρα να ντυθείς
σαν αποθάνει ο Τζέγκας.
Εκενιός απου σε ψάρευε
εκενιός απου σε γλέντα....

Πηγή

Η δικαίωση για τον απελευθερωτή Δημήτρη Τσαφέντα (Τσαφαντάκη)

Στις 14 Γενάρη 1918, γεννήθηκε ο Δημήτρης, για τους φίλους Μίμης Τσαφέντας, ο άνθρωπος που 48 χρόνια αργότερα, στις 6 Σεπτέμβρη του 1966, θα σφάξει τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, Χέντρικ Φέρβουρντ, μέσα στη βουλή!

Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή, Ο Τσαφέντας κάθε φορά αγγίζει τους πιο σκοτεινούς μας φόβους.
Τρελός ή απελευθερώτης;

Φαίνεται πως έφτασε η στιγμή της αποκατάστασης! Το χρέος για την αποκάλυψη της αλήθειας ανέλαβε και πάλι ένας Έλληνας, ο Χάρης Ντουσεμετζής, είναι ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο Durham, που παθιάστηκε με την ιστορία!

Αποφάσισε να περπατήσει στα βήματα του Μίμη Τσαφέντα και βρέθηκε να γυρνά όλο τον κόσμο. Βρήκε αρχεία σε Μοζαμβίκη, Νότια Αφρική, Καναδά, Αμερική και Γερμανία. Διάβασε περισσότερες από 2.000 αναφορές και συναντήθηκε με 200 ανθρώπους, που γνώρισαν τον Τσαφέντα! Μάζεψε και μελέτησε όλο το υλικό και κατέληξε σε εκείνο που λέμε, όμως μέχρι σήμερα αρκετοί αμφισβητούσαν, ο Τσαφέντας δεν ήταν τρελός, είναι ένας απελευθερωτής!

Ο Χάρης την τελευταία χρονιά έγραψε χιλιάδες, αμέτρητες λέξεις και άλλαξε την ιστορία!

Ο Τσαφέντας δεν ήταν ένας παράφρων δολοφόνος, είναι ο εμπνευσμένος αγωνιστής της ελευθερίας! Ακόμη και ο πρώην υπουργός της Νοτίου Αφρικής, ο Ronnie Kasrilis, χαρακτήρισε την έρευνα του Χάρη Ντουσεμετζή «συγκλονιστική»!

mimis tsafendas01 mimis tsafendas02

Στα βήματα του Τσαφέντα μέχρι το χτύπημα

Είναι ο κολοράτος δολοφόνος του καλού και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, του μορφωμένου πολιτικού που έστρωσε το δρόμο για τον ρατσισμό!

Ο μικρός Μίμης έρχεται στον κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του είναι μια μαύρη γυναίκα, που περνά τα βράδια της με τον Έλληνα μετανάστη Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο και πανέμορφο λιμάνι της Μοζαμβίκης, στο Λουρέντζο Μέρκες. Το λευκό και το μαύρο έδιναν το πιο τρυφερό ρεσιτάλ ζωής.

Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός Έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης το αγαπάς, το λατρεύεις! Μα αν σε ξεσηκώσει, τότε σε καταδικάζει σε αιώνιο πάθος.

Εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, είχε ευγενική καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Ζει με μια μαύρη γυναίκα, την αναγνωρίζει, όχι μόνο σαν σύζυγο, το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη. Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμίλια Έβανς, η μάνα του Μίμη, θα πεθάνει με το πρώτο δικό του κλάμα.

Το πόσο και ποιος έκλαψε για αυτήν, πέρα του παιδιού της, που την αναζητούσε μια ζωή, ποτέ δεν θα μάθουμε! Άλλωστε όταν όλοι γίνουμε φωτογραφίες, τότε δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.

tsafantakis
Φωτογραφία από την έρευνα του Χάρη Ντουσεμεντζή σε αρχεία στην Κρήτη

Δασκαλογιάννης

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ, δη­λα­δὴ ὁ Ἰ­ω­άν­νης Δά­σκα­λος, ἦ­ταν μί­α ἀ­πὸ τὶς πλέ­ον ἡ­ρω­ι­κὲς μορ­φὲς τῶν ἀ­γώ­νων τῶν Ἑλ­λή­νων κα­τὰ τῶν Τούρ­κων κα­τα­κτη­τῶν. Καὶ ἴ­σως ὁ κα­θα­ρό­τε­ρος ἀ­πὸ ὅ­λους. Δὲν εἶ­χε ὑ­πη­ρε­τή­σει πο­τὲ στὶς αὐ­λὲς τῶν πα­σά­δων, ὅ­πως ἄλ­λοι πρω­το­κα­πε­τά­νιοι τοῦ 1821, οὔ­τε στρα­τεύ­θη­κε σὰν ἁρ­μα­το­λός. Ὁ Κω­στὴς Πα­λα­μᾶς τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ «κο­ρυ­φὴ τῆς κρη­τι­κῆς θυ­σί­ας», ἀλ­λὰ τὸ ἦ­θος, ἡ καρ­τε­ρί­α, ἡ αὐ­το­θυ­σί­α τὸν ἀ­νε­βά­ζουν ψη­λὰ στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν ἀ­γώ­νων τοῦ Γέ­νους....
daskalogiannhs Ἦ­ταν ὑ­πε­ρή­φα­νος, ὀ­νει­ρο­πό­λος, γεν­ναῖ­ος, πλού­σιος καὶ τολ­μη­ρός. Ἀλ­λὰ καὶ εὔ­πι­στος! Δὲν ἀ­νῆ­κε στὸ εἶ­δος τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ πο­λέ­μου. Δὲν πε­ρι­ε­φέ­ρε­το σὰν «χα­ΐ­νης», πά­ει νὰ πεῖ ἀν­τάρ­της, στὰ βου­νά, ὅ­πως οἱ σύν­τρο­φοί του στὴν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1770. Ἦ­ταν ναυ­τι­κός, μὲ δι­κά του κα­ρά­βια καὶ τα­ξί­δευ­ε ἀ­πὸ τὴ Μασ­σα­λί­α ὡς τὰ λι­μά­νια τοῦ Εὔ­ξει­νου καὶ ἀ­πὸ τὸ βά­θος τοῦ Ἁ­δρί­α, τὴν Τερ­γέ­στη, ὡς τὰ ἀ­φρι­κα­νι­κὰ λι­μά­νια, τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καὶ τὴν Μπιγ­κά­ζα. Εἶ­χε, μα­ζὶ μὲ τ’ ἀ­δέρ­φια του, ναυ­τι­κὰ «πρα­κτο­ρεῖ­α» στὰ κυ­ρι­ό­τε­ρα λι­μά­νια καὶ σὲ πολ­λὰ ἐ­λεύ­θε­ρα ἑλ­λη­νι­κὰ νη­σιά, ὅ­πως στὰ Κύ­θη­ρα. Ἔμ­πο­ρος, τα­ξι­δευ­τὴς μὲ πεί­ρα τοῦ κό­σμου καὶ γνω­ρι­μί­ες μὲ πρίγ­κι­πες, μη­τρο­πο­λί­τες, πρό­κρι­τους καὶ δι­πλω­μά­τες ξέ­νων χω­ρῶν. Πρέ­πει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες του, οἱ Σφα­κια­νοί, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς ἄλ­λους Κρη­τι­κοὺς ποὺ ἀ­πε­χθά­νον­ταν τό­τε τὴ θά­λασ­σα, εἶ­χαν δε­κά­δες κα­ρά­βια στὴ Με­σό­γει­ο, μὲ βά­ση τὸν ὅρ­μο Λου­τρὸ στὸ Λι­βυ­κό, δυ­τι­κά της Χώ­ρας Σφα­κί­ων, στὰ ἴ­χνη τοῦ ἀρ­χαί­ου «δι­λί­με­νου» Φοί­νι­κα. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν ὁ μό­νος Σφα­κια­νὸς τῆς ἐ­πο­χῆς ποὺ τολ­μοῦ­σε νὰ κυ­κλο­φο­ρή­σει στὴν ἐ­παρ­χί­α μὲ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὰ ροῦ­χα, χω­ρὶς νὰ τὸν ἀ­πο­κα­λοῦν ψα­λι­δό­κω­λο!

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἱ­στο­ρι­κοὶ καὶ ἡ πα­ρά­δο­ση θέ­λουν τὸν Δα­σκα­λο­γιά­ννη ἀ­πὸ τὴ γε­νιὰ τῶν Βλά­χων τοῦ χω­ριοῦ Ἀ­νώ­πο­λη Σφα­κί­ων. Τὸ «Βλά­χος» φυ­σι­κὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὸ ἐ­πί­θε­το σφα­κια­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Θὰ ἦ­ταν πι­θα­νό­τα­τα προ­σω­νύ­μιο -καὶ προ­σω­νύ­μια εἶ­χαν τό­τε σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ Σφα­κια­νοί. Κά­ποι­οι ἰ­σχυ­ρί­στη­καν ὅ­τι ὁ Δα­σκα­λο­γιά­ννης «ἔ­σερ­νε» ἀ­πὸ τὴ ναυ­τι­κὴ γε­νιὰ τῶν Ἀν­δρου­λα­κά­κη­δων, τοῦ Λου­τροῦ. Προ­φα­νῶς ἔ­χουν ἐ­πη­ρε­α­σθεῖ ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ Τοῦρ­κοι ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν τὸν Δα­σκα­λο­γιά­ννη «Ἰ­ω­άν­νη υἱ­ὸν Ἀν­δρέ­ου» κα­τὰ τὴν πρα­κτι­κή της ἐ­πο­χῆς. Μί­α πρα­κτι­κὴ ποὺ πε­ρι­έρ­γως ἔ­χει ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὴ ρί­ζα. Πράγ­μα­τι ὑ­πάρ­χει τουρ­κι­κὸ ἔγ­γρα­φο ποὺ τὸν ἀ­πο­κα­λεῖ «Ἰ­ω­άν­νη υἱ­ὸν Ἀν­δρέ­ου». Καὶ πράγ­μα­τι ὁ πα­τέ­ρας τοῦ ὀ­νο­μά­ζε­το Ἀν­δρέ­ας, ὅ­πως καὶ ὁ πρῶ­τος του υἱ­ός, κα­τὰ τὸ συ­νή­θει­ο ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ πάν­τα.
Τὸ ἀρ­χον­τι­κό του Δα­σκα­λο­γιά­ννη δι­α­κρί­νε­ται ἀ­κό­μη ἐ­ρει­πω­μέ­νο στὴν Ἀ­νώ­πο­λη, πά­νω ἀ­πὸ τὸ Λου­τρό. Καὶ ὁ θρύ­λος τοῦ ζεῖ στὰ βου­νὰ καὶ στὰ φα­ράγ­για καὶ στὶς ἄ­γρι­ες ἀ­κρο­γι­α­λι­ὲς τοῦ Λι­βυ­κοῦ.

Ἡ κα­τά­στα­ση τὸ 1769

Ἕ­νας Δα­σκα­λο­γιά­ννης βρί­σκε­ται σὲ τουρ­κι­κὸ ἔγ­γρα­φό του 1765 μὲ τὸν τί­τλο τοῦ Κετ­χουν­τᾶ (γραμ­μα­τι­κοῦ) τῶν Σφα­κί­ων. Καὶ ἀρ­γό­τε­ρα σὲ ἔγ­γρα­φό του 1767 ὁ Νι­κο­λὸς Σγου­ρο­μάλ­λης, ἀ­δελ­φός του Δα­σκα­λο­γιά­ννη, ἐ­πί­σης μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ γραμ­μα­τι­κοῦ. Τώ­ρα ὁ Δα­σκα­λο­γιά­ννης τοῦ ἐγ­γρά­φου εἶ­ναι ὁ ἴ­διος μὲ τὸν Δα­σκα­λο­γιά­ννη τοῦ ἀ­γώ­να ἢ εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς Ἰ­ω­άν­νη­δες Δα­σκά­λους καὶ Δα­σκα­λια­νοὺς τῶν Σφα­κί­ων; Ὅ­σο γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α τοῦ Δα­σκα­λο­γιά­ννη, οἱ ἱ­στο­ρι­κοὶ τὸν θέ­λουν 40 ἐ­τῶν τὸ 1770.

Ἀλ­λὰ ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τὸ 1769, δη­λα­δὴ τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ὁ Δα­σκα­λο­γιά­ννης προ­ε­τοί­μα­ζε τὴν ἐ­πα­νά­στα­σή του:

Γεώργιος Ξενουδάκης

Η ζωή και το έργο του Μεγάλου Ευεργέτη της Επαρχίας Σφακίων : Γεώργιο Ξενουδάκη

xenoudakis_1
Στοιχεία της Ζωής ΤουΕυεργέτη Γ. Ξενουδάκη

Ο Γ. Ξενουδάκης γεννήθηκε στην Ίμβρο Σφακίων. Οι περισσότερες και εγκυρότερες μαρτυρίες μας δηλώνουν ότι γεννήθηκε το 1816. Υπάρχουν όμως και άλλες που μας λένε ότι γεννήθηκε το 1820, το 1821 ή το 1823.

Σε ηλικία 8 χρονών είδε τον πατέρα του να θανατώνεται με βάρβαρο τρόπο από τους Τούρκους, - «ανασκολοπιζόμενον υπό των τυράννων της Πατρίδος», όπως μας λέει ο Πωλογεωργάκης -, ενώ ο ίδιος οδηγήθηκε σκλαβάκι στην Αίγυπτο.

Σαν σκλάβο τον εξαγόρασε ο Γάλλος Μερσιέ, και μετά ελευθερώθηκε αφού πληρώθηκαν τα ανάλογα λύτρα από το κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια.

Ίσως μαζί με άλλα Ελληνόπουλα, όπως είχε γίνει και άλλη φορά, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο Καποδίστριας θα ενδιαφερόταν ειδικά και μόνο για ένα σκλαβάκι από την Ίμβρο.

Όπως μας λέει πάλι ο Πωλογεωργάκης στον επικήδειο που εκφώνησε στον Ιερό Ναό των Εισοδείων στα Χανιά στις 15 Σεπτεμβρίου του 1888 με χορηγία του Καποδίστρια «...επεδόθη εις την σπουδήν των εγκυκλίων μαθημάτων και βραδύτερον στην εκμάθυνση του Δικαίου ου εγένετο εγκρατέστατος».

Το 1841 τελειώνει τις σπουδές του. Όταν την ίδια χρονιά ξεκίνησε στη Κρήτη η επανάσταση του Χαιρέτη, φτάνει εκεί από τους πρώτους μαζί με τούς Κουμουνδούρο  και Χαιρέτη και διορίζεται γραμματέας της Επαναστατικής Συνέλευσης.

Το πραγματικό-πατρικό όνομα του Ξενουδάκη ήταν κατά πάσα πιθανότητα Ταμπάκης ή Ταμπακάκης, γιατί στη διαθήκη του αναφέρει συγγενή του το Νικόλαο Ταμπακάκη και στον Αδάμαντα της Μήλου όπου είχε ισχυρούς δεσμούς, υπήρχε οικογένεια με το όνομα Ξενουδάκης ή Ταμπάκης, ο τελευταίος από την οποία ήταν ο Μηνάς Ξενουδάκης ή Ταμπάκης, ο οποίος βρέθηκε πνιγμένος κοντά στη βάρκα του όπως μας πληροφορεί το 34 φύλλο της εφημερίδας «Μήλος» της 1 Φεβρουαρίου 1925.

Επίσης ο Φαφουτάκης λέει στον επικήδειο του ότι το όνομα Ξενουδάκης το απέκτησε σκλαβάκι.

Στην ιστορία του Μουρέλου όμως, βρίσκουμε και το όνομα Ξενουδάκης στην Ίμβρο.

Ο Ξενουδάκης με τις γνώσεις, την εμπειρία και την οξύτητα του πνεύματος του, εξελίχθηκε σε μεγαλοδικηγόρο της εποχής, και έτυχε μεγάλων τιμών και θέσεων εκ μέρους του Βασιλιά.

Με πολύ και συστηματική δουλειά σχημάτισε με τα χρόνια μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία.

Το 1843 μπαίνει στη Βουλή των Ελλήνων σαν Βουλευτής μεταναστών Κρητών.

Οδυσσέας Ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παπάδο της Λέσβου.

elitisΤο 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο μετά την πτώση του Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά), πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Καμπούρογλου, Κ. Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».

Λογοτεχνία

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), τη συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι' αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν".

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι (Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Νέα Γράμματα

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα». Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά με το ψευδώνυμο "Οδυσσέας Βρανάς", με στόχο τη δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Αυτός αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο "Οδυσσέας Ελύτης".

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.

Αλβανικό μέτωπο

Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και, σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ενώ, κατά άλλη, το έγραψε για τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα[5].

Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και τη, χαμένη οριστικά, Βαρβαρία. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Ευρώπη

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés»[2]. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ., διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

To 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ[6], ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

    Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.    

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα", σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον Βασιλέα Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη" στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Έργο

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος"[9]. Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο»[10]. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης[11] ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης»[12]. Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού.

Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή»[9] Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.

Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Πηγή

Νίκος Ξυλούρης

Γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .

xilouris1Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.

Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.

Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το [1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.

Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.

Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».

Νίκος Καζαντζάκης

NIKOS-KAZANTZAKIS

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932), που γεννήθηκε στο χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά) και της Μαρίας (+1932) και είχε δύο αδελφές.
kriti vene map
© 4you.gr