Στις 14 Γενάρη 1918, γεννήθηκε ο Δημήτρης, για τους φίλους Μίμης Τσαφέντας, ο άνθρωπος που 48 χρόνια αργότερα, στις 6 Σεπτέμβρη του 1966, θα σφάξει τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, Χέντρικ Φέρβουρντ, μέσα στη βουλή!
Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή, Ο Τσαφέντας κάθε φορά αγγίζει τους πιο σκοτεινούς μας φόβους.
Τρελός ή απελευθερώτης;
Φαίνεται πως έφτασε η στιγμή της αποκατάστασης! Το χρέος για την αποκάλυψη της αλήθειας ανέλαβε και πάλι ένας Έλληνας, ο Χάρης Ντουσεμετζής, είναι ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο Durham, που παθιάστηκε με την ιστορία!
Αποφάσισε να περπατήσει στα βήματα του Μίμη Τσαφέντα και βρέθηκε να γυρνά όλο τον κόσμο. Βρήκε αρχεία σε Μοζαμβίκη, Νότια Αφρική, Καναδά, Αμερική και Γερμανία. Διάβασε περισσότερες από 2.000 αναφορές και συναντήθηκε με 200 ανθρώπους, που γνώρισαν τον Τσαφέντα! Μάζεψε και μελέτησε όλο το υλικό και κατέληξε σε εκείνο που λέμε, όμως μέχρι σήμερα αρκετοί αμφισβητούσαν, ο Τσαφέντας δεν ήταν τρελός, είναι ένας απελευθερωτής!
Ο Χάρης την τελευταία χρονιά έγραψε χιλιάδες, αμέτρητες λέξεις και άλλαξε την ιστορία!
Ο Τσαφέντας δεν ήταν ένας παράφρων δολοφόνος, είναι ο εμπνευσμένος αγωνιστής της ελευθερίας! Ακόμη και ο πρώην υπουργός της Νοτίου Αφρικής, ο Ronnie Kasrilis, χαρακτήρισε την έρευνα του Χάρη Ντουσεμετζή «συγκλονιστική»!
Στα βήματα του Τσαφέντα μέχρι το χτύπημα
Είναι ο κολοράτος δολοφόνος του καλού και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, του μορφωμένου πολιτικού που έστρωσε το δρόμο για τον ρατσισμό!
Ο μικρός Μίμης έρχεται στον κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του είναι μια μαύρη γυναίκα, που περνά τα βράδια της με τον Έλληνα μετανάστη Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο και πανέμορφο λιμάνι της Μοζαμβίκης, στο Λουρέντζο Μέρκες. Το λευκό και το μαύρο έδιναν το πιο τρυφερό ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός Έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης το αγαπάς, το λατρεύεις! Μα αν σε ξεσηκώσει, τότε σε καταδικάζει σε αιώνιο πάθος.
Εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, είχε ευγενική καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Ζει με μια μαύρη γυναίκα, την αναγνωρίζει, όχι μόνο σαν σύζυγο, το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη. Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμίλια Έβανς, η μάνα του Μίμη, θα πεθάνει με το πρώτο δικό του κλάμα.
Το πόσο και ποιος έκλαψε για αυτήν, πέρα του παιδιού της, που την αναζητούσε μια ζωή, ποτέ δεν θα μάθουμε! Άλλωστε όταν όλοι γίνουμε φωτογραφίες, τότε δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Ο Δημήτρης, ορφανός από μάνα, μα είχε πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον, έτσι αναγνωρίζει το παιδί του. Ο Μίμης, που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστο κομμάτι.
Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα.
Ήδη στα 8 του μιλά 4-5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με τη θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους και τη αγκαλιά της.
Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Πού να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών.
Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την τελική του πράξη. Για τη νέα μάνα, τη Μαρίκα, είναι ένα τρελό μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός.
Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο.
Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν. Δεν είναι μόναχα η μάνα, όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι.
Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα σπάει, βράζει το αίμα του.
Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία που ορίζει η κοινωνία. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, μας κατέστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός διέλυσε την οικογένεια μας.
Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, το βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας, που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει την μοιραία πορεία του.
Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος , ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται ζωή του. Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει, φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή.
Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ.
Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του.
Σε μια από τις αποδράσεις του, όπως αφηγείται αργότερα στη φυλακή στον συγκρατούμενο Άλεξ Μουμπάρη, ήταν δεμένος με σεντόνια και ξεγλυστρούσε από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, τότε έχασε τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη.
Ζήτησε, με απεγνωσμένα γράμματα, να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περίμενε την πρόσκληση, που τελικά του έκανε ο γαμπρός του.
Στην Ελλάδα τριγυρνούσε στην Καστέλλα, έπαιζε προ-πο, λάτρευε τον Ολυμπιακό και δεν έχανε ευκαιρία, χάζευε τα βιβλιοπωλεία και διάβαζε, κατάπινε βιβλία και γνώση. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερο κινήτρο, όπως συνήθιζε να λέει.
Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο απο χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποδικωποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του.
Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικιά του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους. Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με τη χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί.
Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα.
Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς.
Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή. Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή. Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες. Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής. Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη.
Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι, στη μάνα θάλασσα καταφεύγει ακόμη μια φορά.
Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών. Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του.
Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας.
Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος.
Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα. Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής, στο Κέηπ Τάουν. Όχι κάτι σπουδαίο, ο Μίμης κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των άσπρων βουλευτών.
Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση, θέλει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σα νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει.
Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, λέγεται ότι του πουλούν, στο φορτηγό «Ελένη», ένα ψεύτικο, ένα πασχαλιάτικο πιστόλι.
Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο!
Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός από το βήμα της βουλής, εξηγεί για ακόμη μια φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους. Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι φρέσκο νερό, είναι για την περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί.
Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη, του ορμά και καταφέρνει 4 μαχαιριές, μια εκ των οποίων στη καρδιά.
Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Ακολούθησε μια τραγική πορεία. Ο Μίμης φυλακίστηκε, απομονώθηκε και βασανίστηκε πολύ άγρια.
Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν αγωνιστής μάρτυρας. Ο Τσαφέντας θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατεθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον κολοράτο Μίμη.
Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί, δεν έπρεπε να χτυπηθεί. Τον κρύβουν βαθιά μέσα σε μια φυλακή, παρέα με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους, δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία.
Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταϊν στις 7 Οκτώβρη 1999, ο Μίμης πεθαίνει από πνευμονία.
Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του. Στην κηδεία του τέσσερις μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία, ο Δημήτρης είναι ο Έλληνας παπάς, που στην συνέχεια ξεπέρασε το ράσο, αυτός έκανε την κηδεία, παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξώδιος ακολουθία. Παρούσα η σκηνοθέτις Λίζα Καίη, που αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Στη μικρή παρέα και ο ακτιβιστής μετανάστης στη Ν. Αφρική κ. Άκης Απέργης.
Το πρώτο μνημόσυνο του Δημήτρη Τσαφέντα γίνεται το 2015, από τον θαραλέο Δεσπότη Μοζαμβίκης Ιωάννη (σήμερα Ζάμπιας και Μαλάουι). Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες δεν ήθελαν ανακατέμματα, κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους.
Όχι όλοι, όσο κι αν κρύψαμε την ιστορία δεν τα καταφέραμε, πρόσωπα όπως ο Μίμης, με ένα χτύπημα προσπάθησαν να γυρίσουν το τρόπο που σκέφτεται ο πλανήτης.
Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα, ο δόκιμος χρόνος, για να αντιληφθούμε το μέγεθος της πράξης του. Ακόμη και σήμερα δεν έχει τάφο με το όνομα του, παρά μόνο μια πέτρα, με τον αριθμό J-59, στο σημείο που είναι θαμμένος.
Το ντοκιμαντέρ μου για τον Μίμη Τσαφέντα:
Live And Let Live [Manolis Dimellas' film]
Πηγή huffingtonpost Μανώλης Δημελλάς