Cretans
Καλλιτέχνης που δεν ήξερε να παίζει κανένα όργανο! Συνέθετε σκοπούς σφυρίζοντας και τραγουδόντας.
Ο Νικόλαος Τσέγκας γεννήθηκε το 1900 και έζησε στη Γραμπούσα Κισσάμου, στη θάλασσα της οποίας άσκησε το επάγγελμα του ψαρά. Στην ίδια θάλασσα χάθηκε το 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
Βαθύς μερακλής και μποέμ της αποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο. Τσι σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισσάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ ?μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"
Μια γνωστή ιστορία για το πως έβγαζε σκοπούς: Μια μέρα ο χωροφύλακας στη Κίσσαμο είχε διάφορες δουλειές κι επηγαινοερχότανε στο μεγάλο κεντρικό δρόμο όλο το πρωί. Νωρίς το πρωί, εξάνοιξε το Τζέγκα να κάθεται σκυφτός έξω απο ένα καφενείο, μέσα στη κάπα του, κουκουλομένο, να καπνίζει και να κοιτάζει το έδαφος σκεφτικός μέσα στο ψιλόβροχο. Το μεσημέρι σαν επέρασε για πολλοστή φορά και το ξανάδε, σταματά και πάει και του λέει:
-Μπρε συ Νίκολη, ήντα 'παθες; Ετροζάθηκες και κάθεσαι έτουδα στο κρύο και τη βροχή;
Πετιέτε λοιπόν κι ο Τζέγκας, νευριασμένος, σα το ελατήριο απάνω και του λέει:
-Ήντα μου 'κανες βρε κι έχασα το σκοπό!!!
Στο Νικολή Τσέγκα αναφέρεται το γνωστό τραγούδι "Στση Γραμπούσας τ' ακρωτήρι" (αρχικός τίτλος: "Αρμενάκι Τζέκα"), που ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Μουντάκη σε δίσκο 45" και περιέχεται επίσης στο δίσκο του "Έτσι τραγουδάει η Κρήτη, νο 1", καθώς και το τραγούδι "Τζέγκας" του Κωστή Παπαδάκη (Ναύτη), στο δίσκο "65 χρόνια Ναύτης", Cretaphone ...
Συρτά του Νίκου Τσέγκα υπάρχουν, μεταξύ άλλων, στους δίσκους:
Πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής Ιστορίας (CD Γιώργου Κουτσουρέλη, τραγ. "Μπαρμπούνι" και "Σαράντα μέτρα θάλασσα"), Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Ross Daly, "Ονείρου Τόποι", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Γιώργος Τζιμάκης
Ναύτης, "65 χρόνια Ναύτης"
Υπάρχει και η μαντινάδα:
Γραμπούσα μαύρα να ντυθείς
σαν αποθάνει ο Τζέγκας.
Εκενιός απου σε ψάρευε
εκενιός απου σε γλέντα....
Στις 14 Γενάρη 1918, γεννήθηκε ο Δημήτρης, για τους φίλους Μίμης Τσαφέντας, ο άνθρωπος που 48 χρόνια αργότερα, στις 6 Σεπτέμβρη του 1966, θα σφάξει τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, Χέντρικ Φέρβουρντ, μέσα στη βουλή!
Η ιστορία του είναι λίγο-πολύ γνωστή, Ο Τσαφέντας κάθε φορά αγγίζει τους πιο σκοτεινούς μας φόβους.
Τρελός ή απελευθερώτης;
Φαίνεται πως έφτασε η στιγμή της αποκατάστασης! Το χρέος για την αποκάλυψη της αλήθειας ανέλαβε και πάλι ένας Έλληνας, ο Χάρης Ντουσεμετζής, είναι ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο Durham, που παθιάστηκε με την ιστορία!
Αποφάσισε να περπατήσει στα βήματα του Μίμη Τσαφέντα και βρέθηκε να γυρνά όλο τον κόσμο. Βρήκε αρχεία σε Μοζαμβίκη, Νότια Αφρική, Καναδά, Αμερική και Γερμανία. Διάβασε περισσότερες από 2.000 αναφορές και συναντήθηκε με 200 ανθρώπους, που γνώρισαν τον Τσαφέντα! Μάζεψε και μελέτησε όλο το υλικό και κατέληξε σε εκείνο που λέμε, όμως μέχρι σήμερα αρκετοί αμφισβητούσαν, ο Τσαφέντας δεν ήταν τρελός, είναι ένας απελευθερωτής!
Ο Χάρης την τελευταία χρονιά έγραψε χιλιάδες, αμέτρητες λέξεις και άλλαξε την ιστορία!
Ο Τσαφέντας δεν ήταν ένας παράφρων δολοφόνος, είναι ο εμπνευσμένος αγωνιστής της ελευθερίας! Ακόμη και ο πρώην υπουργός της Νοτίου Αφρικής, ο Ronnie Kasrilis, χαρακτήρισε την έρευνα του Χάρη Ντουσεμετζή «συγκλονιστική»!
Στα βήματα του Τσαφέντα μέχρι το χτύπημα
Είναι ο κολοράτος δολοφόνος του καλού και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, του μορφωμένου πολιτικού που έστρωσε το δρόμο για τον ρατσισμό!
Ο μικρός Μίμης έρχεται στον κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του είναι μια μαύρη γυναίκα, που περνά τα βράδια της με τον Έλληνα μετανάστη Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο και πανέμορφο λιμάνι της Μοζαμβίκης, στο Λουρέντζο Μέρκες. Το λευκό και το μαύρο έδιναν το πιο τρυφερό ρεσιτάλ ζωής.
Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός Έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης το αγαπάς, το λατρεύεις! Μα αν σε ξεσηκώσει, τότε σε καταδικάζει σε αιώνιο πάθος.
Εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, είχε ευγενική καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Ζει με μια μαύρη γυναίκα, την αναγνωρίζει, όχι μόνο σαν σύζυγο, το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη. Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμίλια Έβανς, η μάνα του Μίμη, θα πεθάνει με το πρώτο δικό του κλάμα.
Το πόσο και ποιος έκλαψε για αυτήν, πέρα του παιδιού της, που την αναζητούσε μια ζωή, ποτέ δεν θα μάθουμε! Άλλωστε όταν όλοι γίνουμε φωτογραφίες, τότε δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας.
Γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το [1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».