Ο ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ, δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης Δάσκαλος, ἦταν μία ἀπὸ τὶς πλέον ἡρωικὲς μορφὲς τῶν ἀγώνων τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Τούρκων κατακτητῶν. Καὶ ἴσως ὁ καθαρότερος ἀπὸ ὅλους. Δὲν εἶχε ὑπηρετήσει ποτὲ στὶς αὐλὲς τῶν πασάδων, ὅπως ἄλλοι πρωτοκαπετάνιοι τοῦ 1821, οὔτε στρατεύθηκε σὰν ἁρματολός. Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς τὸν ἀποκαλεῖ «κορυφὴ τῆς κρητικῆς θυσίας», ἀλλὰ τὸ ἦθος, ἡ καρτερία, ἡ αὐτοθυσία τὸν ἀνεβάζουν ψηλὰ στὴν κορυφὴ τῶν ἀγώνων τοῦ Γένους....
Ἦταν ὑπερήφανος, ὀνειροπόλος, γενναῖος, πλούσιος καὶ τολμηρός. Ἀλλὰ καὶ εὔπιστος! Δὲν ἀνῆκε στὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων τοῦ πολέμου. Δὲν περιεφέρετο σὰν «χαΐνης», πάει νὰ πεῖ ἀντάρτης, στὰ βουνά, ὅπως οἱ σύντροφοί του στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1770. Ἦταν ναυτικός, μὲ δικά του καράβια καὶ ταξίδευε ἀπὸ τὴ Μασσαλία ὡς τὰ λιμάνια τοῦ Εὔξεινου καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ Ἁδρία, τὴν Τεργέστη, ὡς τὰ ἀφρικανικὰ λιμάνια, τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Μπιγκάζα. Εἶχε, μαζὶ μὲ τ’ ἀδέρφια του, ναυτικὰ «πρακτορεῖα» στὰ κυριότερα λιμάνια καὶ σὲ πολλὰ ἐλεύθερα ἑλληνικὰ νησιά, ὅπως στὰ Κύθηρα. Ἔμπορος, ταξιδευτὴς μὲ πείρα τοῦ κόσμου καὶ γνωριμίες μὲ πρίγκιπες, μητροπολίτες, πρόκριτους καὶ διπλωμάτες ξένων χωρῶν. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ συμπατριῶτες του, οἱ Σφακιανοί, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους Κρητικοὺς ποὺ ἀπεχθάνονταν τότε τὴ θάλασσα, εἶχαν δεκάδες καράβια στὴ Μεσόγειο, μὲ βάση τὸν ὅρμο Λουτρὸ στὸ Λιβυκό, δυτικά της Χώρας Σφακίων, στὰ ἴχνη τοῦ ἀρχαίου «διλίμενου» Φοίνικα. Ἀλλὰ ἦταν ὁ μόνος Σφακιανὸς τῆς ἐποχῆς ποὺ τολμοῦσε νὰ κυκλοφορήσει στὴν ἐπαρχία μὲ εὐρωπαϊκὰ ροῦχα, χωρὶς νὰ τὸν ἀποκαλοῦν ψαλιδόκωλο!
Οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ καὶ ἡ παράδοση θέλουν τὸν Δασκαλογιάννη ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Βλάχων τοῦ χωριοῦ Ἀνώπολη Σφακίων. Τὸ «Βλάχος» φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀληθινὸ ἐπίθετο σφακιανῆς οἰκογένειας. Θὰ ἦταν πιθανότατα προσωνύμιο -καὶ προσωνύμια εἶχαν τότε σχεδὸν ὅλοι οἱ Σφακιανοί. Κάποιοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι ὁ Δασκαλογιάννης «ἔσερνε» ἀπὸ τὴ ναυτικὴ γενιὰ τῶν Ἀνδρουλακάκηδων, τοῦ Λουτροῦ. Προφανῶς ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦσαν τὸν Δασκαλογιάννη «Ἰωάννη υἱὸν Ἀνδρέου» κατὰ τὴν πρακτική της ἐποχῆς. Μία πρακτικὴ ποὺ περιέργως ἔχει ἀρχαιοελληνικὴ ρίζα. Πράγματι ὑπάρχει τουρκικὸ ἔγγραφο ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ «Ἰωάννη υἱὸν Ἀνδρέου». Καὶ πράγματι ὁ πατέρας τοῦ ὀνομάζετο Ἀνδρέας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος του υἱός, κατὰ τὸ συνήθειο ποὺ ἐπικρατεῖ πάντα.
Τὸ ἀρχοντικό του Δασκαλογιάννη διακρίνεται ἀκόμη ἐρειπωμένο στὴν Ἀνώπολη, πάνω ἀπὸ τὸ Λουτρό. Καὶ ὁ θρύλος τοῦ ζεῖ στὰ βουνὰ καὶ στὰ φαράγγια καὶ στὶς ἄγριες ἀκρογιαλιὲς τοῦ Λιβυκοῦ.
Ἡ κατάσταση τὸ 1769
Ἕνας Δασκαλογιάννης βρίσκεται σὲ τουρκικὸ ἔγγραφό του 1765 μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κετχουντᾶ (γραμματικοῦ) τῶν Σφακίων. Καὶ ἀργότερα σὲ ἔγγραφό του 1767 ὁ Νικολὸς Σγουρομάλλης, ἀδελφός του Δασκαλογιάννη, ἐπίσης μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ γραμματικοῦ. Τώρα ὁ Δασκαλογιάννης τοῦ ἐγγράφου εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Δασκαλογιάννη τοῦ ἀγώνα ἢ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Ἰωάννηδες Δασκάλους καὶ Δασκαλιανοὺς τῶν Σφακίων; Ὅσο γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ Δασκαλογιάννη, οἱ ἱστορικοὶ τὸν θέλουν 40 ἐτῶν τὸ 1770.
Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἡ κατάσταση τὸ 1769, δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Δασκαλογιάννης προετοίμαζε τὴν ἐπανάστασή του:
Οἱ Τοῦρκοι κρατοῦσαν ἕναν αἰώνα τὴν Κρήτη καὶ τρεῖς αἰῶνες τὸν Μοριὰ καὶ τὴ Ρούμελη. Τὰ Σφακιά, ὅμως, ποὺ δὲν ἡσύχασαν ποτὲ σ’ ὅλο τὸ μάκρος τῆς ἐνετικῆς κατοχῆς, εἶχαν μία περίεργη τύχη. Τὸ 1648, ἐνῶ εἶχαν ὑποταχθεῖ ὅλες οἱ γύρω ἐπαρχίες καὶ τὰ κάστρα ἦταν γκρεμισμένα, δίχως τὸ Μεγάλο, οἱ Σφακιανοὶ βοηθοῦσαν τὸν Ματθαῖο Καλλέργη καὶ τοὺς Ἐνετοὺς στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Ἁλμυροῦ. Ὅπως μᾶς λέει ὁ Τοῦρκος ἱστορικὸς Ναϊμά, βασιζόμενοι εἰς τὸ ὀρεινὸν καὶ δύσβατον τῆς ἐπαρχίας των, δὲν διῆγον φιλησύχως καὶ ἐπὶ ἐποχῆς τῶν ἀπίστων (Ἐνετῶν). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ -συνεχίζει ὁ ἱστορικὸς- ἔστειλαν οἱ Τοῦρκοι τὸν Κετχουντὰ τῆς Ρούμελης Κουτοὺζ Ἀλῆ Ἀγά, ὅστις κατέλαβε τὸ φρούριον, καταδιώξας καὶ διασκορπίσας τοὺς ἀπειθεὶς τούτους (Σφακιανούς). Ὁ ἀρχιστράτηγος προσέφερε διάφορα δῶρα καὶ ἐπεδαψίλευσε διαφόρους φιλοφρονήσεις εἰς τὸν ρηθέντα Ἀλὴ Ἀγὰν.
Ἄλλος, ὅμως, Τοῦρκος, ὁ γνωστός μας ἀπὸ τὴν περιήγησή του, ὁ Ἐβλιὰ Τζελεμπή, ἀναφέρει ὅτι τὰ Σφακιὰ τὰ πάτησε ὁ ἴδιος ὁ θρυλικὸς γιὰ τὸ παράστημα καὶ τὴν ἀνδρεία του Δελὴ Χουσεΐν Πασάς, ὁ Γαζὴς. Μετὰ λίγα χρόνια, καὶ συγκεκριμένα τὸ 1658, ὕστερα ἀπὸ συνομιλίες μὲ τὸν Χουσεΐν Πασά, τὰ Σφακιὰ ποὺ μέχρι τότε ἦταν φέουδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χουσεΐν, ὑπάγονται στὸ βακουφικὸ σύστημα. Καὶ ἀφιερώνονται στὶς ἱερὲς πόλεις Μέκκα καὶ Μεδίνα. Στὰ Σφακιὰ φαίνεται ὅτι ἔμεινε γιὰ λίγο καιρὸ Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος. Ἀλλὰ κανένας δὲν ἐγκαταστάθηκε μόνιμα. Τοὺς φόρους τους, ποὺ ἦταν ἕνα ἀστεῖο ποσὸ γιὰ τὰ ἐμπορευόμενα ἢ πειρατικὰ ἔστω, Σφακιά, πότε τοὺς πλήρωναν καὶ πότε ὄχι, οἱ Σφακιανοί. Πότε μὲ διαμαρτυρίες στὸν ἴδιο τὸν σουλτάνο καὶ πότε μὲ ζοριλίκι, κατάφερναν νὰ γλιτώνουν.
Στὰ τουρκικὰ ἀρχεῖα τοῦ Μεγάλου Κάστρου, ποὺ μετέφρασε ὁ Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε ὀργισμένα φιρμάνια τῶν σουλτάνων, ποὺ ζητοῦν νὰ λήξει αὐτὴ ἡ κατάσταση μὲ τοὺς Σφακιανούς. Νὰ ἕνα γραμμένο «τὴ τριακοστή τοῦ μηνὸς Ρετζέπ, τοῦ ἔτους χίλια ἑκατὸν ἑβδομήκοντα δύο (18-3-1759)», δέκα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἐξιστοροῦμε: «...παρὰ ταῦτα, οἱ ραγιάδες τῆς ἐν λόγω ἐπαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενῶς μετὰ τῶν ἀπίστων ἐχθρῶν κουρσάρων καὶ ὄντες λίαν πανοῦργοι καὶ δόλιοι, βασιζόμενοι δὲ καὶ εἰς τὸ δύσβατον τῶν ὁδῶν των καὶ τὸ ἀπρόσιτον τῆς Ἐπαρχίας των καὶ συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετὰ σκαιότητος, ἀρνοῦνται... τὴν καταβολὴν τῶν φόρων των, προβάλλοντες ἄρνησιν καὶ ἐμμονὴν καὶ ἀντίστασιν, συγκεντρωθέντων οὕτω εἰς χείρας τῶν ἄνω τῶν 40.000 γροσίων... Ὁσάκις δὲ ἀπέστειλε (ὁ ἔφορος) ἀνθρώπους εἰς τὴν Ἐπαρχίαν των διὰ νὰ ζητήσουν... τὴν πληρωμήν... ὄχι μόνον δὲν ἐπλήρωσαν τούτους, ἀλλ’ οὔτε ἀπάντησιν τινὰ ἔδωσαν...».
Σὲ παλιότερα φιρμάνια βρίσκουμε τὶς ἴδιες κατηγορίες τοῦ σουλτάνου γιὰ τοὺς Σφακιανούς, ποὺ «περιφέρονται ἔνοπλοι» καὶ περιφρονοῦν τὸν νόμον. Κάπου-κάπου οἱ διαταγὲς τοῦ σουλτάνου γίνονται φιλικὲς πρὸς τοὺς Σφακιανοὺς καὶ ὁρίζουν νὰ μὴ τοὺς ἐνοχλεῖ κανένας, νὰ μὴ τοὺς ὑποβάλλουν σὲ ταλαιπωρίες, ὅταν κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ βουνὰ τους ν’ ἀγοράσουν στάρι.
Ἀντιφατικὰ φιρμάνια
Γιὰ τὰ «δοσίματα» αὐτὰ ὑπάρχουν ἀρκετὰ τούρκικα χαρτιά. Ἄλλα εἶναι ὀργισμένα καὶ ἄλλα φιλικά. Ὁ γραμματικὸς τῶν Σφακιανῶν Σγουρομάλλης Νικολὸς ἀναγνωρίζει σύμφωνα μὲ ἔγγραφό του 1767 ὅτι ἀπὸ τὸ χρέος τῶν Σφακιανῶν «δὲν κατεβλήθη οὔτε ἕν ἄσπρον ἢ ὄβολος τίς... ἀλλὰ παραμένει ὁλόκληρον τὸ ποσὸν τοῦτο εἰς χρέος τῶν ραγιάδων τῆς ἐπαρχίας». Καὶ ὑπόσχεται πληρωμή. Λίγο πρίν, σὲ βασιλικὸ «Χάττι Χουμαγιοὺν» τῆς 19ης Ἰουνίου 1765 μὲ τὸ περίφημο ἰδιόγραφο «μουτζεπίνιζε ἀμὲλ ὁλουνὰ» (ἐνεργήσθω συνωδὰ) τοῦ σουλτάνου ὁριζόταν ὅτι: «ἅμα τὴ λήψει, ἐνεργοῦντες συμφώνως πρὸς τὴν ἐπὶ τούτοις ἐκδοθεῖσαν διαταγήν μου... φροντίσατε νὰ σέβεσθε τὴν παλαιόθεν εἰς τὰ βακούφια ἐλευθερίαν... Νὰ μὴν ἐπιτρέψητε εἰς τοὺς δραγουμάνους ἢ εἰς ἄλλον τινὰ ἔξωθεν νὰ προβαίνουν εἰς ἐνεργείας ἀντιβαινούσας τοὺς ὅρους ἀνεξαρτησίας αὐτῶν».
Ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἐλάμβαναν εἰδικὰ μέτρα κατὰ τῶν Σφακίων, δὲν τὰ ἐξαιροῦσαν ἀπὸ τὴν εὐνοϊκὴ μεταχείριση τῶν βακουφίων, παρὰ τὴν ἄρνηση τῶν Σφακιανῶν νὰ πληρώνουν φόρους.
Θρύλος ἀλλὰ καὶ ἱστορία ἔχουν μία ἐξήγηση γιὰ τὴν ἀντίφαση: Μία γυναίκα προστάτευε τὰ Σφακιὰ μέσα στὰ σεράγια τοῦ Σουλτάνου ἐκεῖνο τὸν καιρό:
«Ἡ ἐκ τῶν ἐναρέτων μουσουλμανίδων Φατμὰ Χατοὺν, Χανοὺμ Σουλτὰν, εἴη διαρκὴς ἡ ἁγνότης αὐτῆς...», γράφουν τὰ τεφτέρια.
Ὅταν τοὺς ἀπειλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, οἱ μισοὶ Σφακιανοὶ ἔμπαιναν στὰ καράβια καὶ ἀνοίγονταν στὸ πέλαγος καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ ἀνέβαιναν στὰ ἀπάτητα βουνὰ καὶ στὰ ἄγρια φαράγγια καὶ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς πειράξει. Διαβάζουμε σὲ φιρμάνι τῆς ἐποχῆς:
«Ἐὰν δέ, παρ’ ἐλπίδα, φθάση ἀπεσταλμένος τὶς εἰς τὴν ἐπαρχίαν των, οἱ κατηραμένοι κάτοικοί της καὶ οἱ ὑπόλοιποι καπεταναῖοι τοὺς διαφεύγουν...».
Στὸν ὅρμο τοῦ Λουτροῦ, ποὺ ἦταν τὸ «κεντρικὸ λιμάνι» τῶν Σφακίων, ὑπῆρχε πλοῦτος καὶ μεγαλεῖο. Στὴν Ἀνώπολη τῆς ὁποίας ἐπίνειο ἦταν τὸ Λουτρό, ἡ ἀρχοντιὰ ἦταν ἔκδηλη. Καὶ ὄχι μόνον ἐκείνη τὴν ἐποχή. Στὰ χαρτιὰ τῶν Ἐνετῶν ἀναφέρεται ἕνα μεγαλοπρεπὲς γεῦμα τοῦ καπετὰν Κατσούλη Πατεροζάπα στὸν γενικὸ προβλεπτὴ Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ὁ ὁποῖος ἐπιχειροῦσε ἐπίσκεψη φιλίας στὰ Σφακιὰ τὸ 1608. Στὸ τραπέζι αὐτό, σύμφωνα μὲ τὰ χαρτιὰ τῶν Ἐνετῶν, ὁ Ἀνωπολίτης καπετάνιος ἅπλωσε τριακόσια ἀργυρὰ σκεύη.
Καὶ στὴ χώρα Σφακίων, στὸν Ὀμπρὸς Γιαλὸ «μὲ τσ’ ἑκατὸν τὶς ἐκκλησιές, τὰ πλούσια τὰ σεράγια» κατοικοῦσαν ἄρχοντες «καλόσειροι» καὶ ναῦτες «παινεμένοι».
Οἱ πεδινοὶ ἀδιαφοροῦν
Ὑπάρχουν ἀκόμη ἀρκετὰ πράγματα ποὺ πρέπει ν’ ἀναφέρει κανεὶς προλογικά:
Οἱ Σφακιανοὶ εἶχαν μία ἄλλοτε σιωπηρὴ καὶ ἄλλοτε αἱματηρὴ ἀντιδικία μὲ τοὺς πεδινοὺς Κρητικούς. Ὁ ἱστορικὸς τῶν Σφακίων Γρ. Παπαδοπετράκης, φανατικὸς ὑπὲρ τῶν συμπατριωτῶν του, ὁμιλεῖ περὶ ἐχθρότητος ποὺ ὀφείλετο στὴν ὑπεροχὴ τῶν Σφακιανῶν, φυλετικὴ καὶ ψυχολογική. Οἱ Σφακιανοὶ ἦταν ἄνδρες ὡραῖοι, εὐσταλεῖς, γενναῖοι καὶ σχετικῶς εὐκατάστατοι. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐγκατεστημένοι στὰ «κατωμέρια», μὲ τὴν εὐφυΐα, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν εὐελιξία τους, ὑπερεῖχαν τῶν ἄλλων. Δημιουργοῦσαν περιουσίες καὶ σχέσεις καὶ ξεχώριζαν στὶς κοινωνίες ποὺ ζοῦσαν σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. Ἔγγραφα τοῦ καιροῦ ἐκείνου ὁμιλοῦν γιὰ δολοφονίες Σφακιανῶν ἀπὸ ἄλλους Κρητικοὺς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἡρακλείου.
Ἐπίσης ἀναφέρεται περιστατικὸ φορολογικῆς μορφῆς: Οἱ Τοῦρκοι ἀφαίρεσαν φορολογικὰ «δελτία» ἀπὸ τὰ Σφακιὰ καὶ τὰ προσέθεσαν σὲ ἄλλες ἐπαρχίες. Προφανῶς διότι δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ εἰσπράξουν οἱ φορατζῆδες.
Ὁ Δασκαλογιάννης πρέπει νὰ γνώριζε ὅτι οἱ πεδινοὶ Κρητικοὶ δὲν θὰ σηκώνονταν μαζί του. Ἦταν ἄλλωστε ἕναν αἰώνα ἄοπλοι καὶ ἄμαθοι τῶν ὅπλων, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δικούς του ποὺ ὁπλοφοροῦσαν ἀπὸ νήπια. Ἀκόμη: Στὰ Σφακιὰ ὑπῆρχε μία ἢ καὶ περισσότερες ὁμάδες καταδρομέων.
Ἡ Ἱστορία διασώζει μία μὲ ἀρχηγὸ τὸν Μάρκο, γιὸ τοῦ καπετὰν Γιωργάκη. Ἡ ὁμάδα τοῦ Γιωργακομάρκου ρήμαζε τὰ ὑποστατικὰ τῶν ἀγάδων, πέρα ἀπὸ τὰ Σφακιά, στὰ ἀποκορωνιώτικα καὶ τὰ ρεθεμνιώτικα χωριά. Ἔπεφταν τὴ νύχτα, ἐξόντωναν τοὺς ἀγάδες καὶ τοὺς ἀνθρώπους τους καὶ γύριζαν στὰ Σφακιὰ φορτωμένοι μὲ «κοῦρσος». Ἦταν δεινοὶ νυχτοπολεμιστὲς καὶ ὁδοιπόροι. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἀποκαλοῦσαν «Σεϊτὰν τακιμὶ» καὶ τὸν ἀρχηγὸ τοὺς Δαιμονάρχη. Οἱ Σφακιανοὶ εἶχαν καὶ μόνιμη ἀντιδικία μὲ τὸν μεγάλο γαιοκτήμονα καὶ κτηνοτρόφο Ἰμπραὴμ Ἀληδάκι, ἕναν ἀπόγονο Ἐνετῶν ἐξωμοτῶν ποὺ κρατοῦσε ὅλες τὶς βορινὲς πλευρὲς τῶν Σφακιανῶν βουνῶν. Εἶχε στήσει μιτάτα, πάει νὰ πεῖ στάνες, δεκατέσσερις ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ρεθύμνου μέχρι τὴ Μαλάξα, τὸ βουνὸ ποὺ στέκει πάνω ἀπὸ τὴ Σούδα.
Ὁ πύργος του, παλιὸ ἑνετικὸ φρούριο, κτισμένο πάνω στὴ μοναδικὴ ἔξοδο τῶν Σφακιῶν, στέγαζε δεκάδες ἐνόπλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ χριστιανούς. Καὶ οἱ ποιμένες του εἶχαν συνεχεῖς ἀντιδικίες μὲ τοὺς Σφακιανούς.
Ὁ Ἀληδάκις ἦταν ὁ βασικὸς ἐπιτηρητὴς τῶν Σφακιανῶν καὶ ὁ πληροφοριοδότης τῶν Τούρκων, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν χώνευαν οἱ ἄλλοι ἀγάδες τῆς περιοχῆς καὶ δὲν ἀντέδρασαν ὅταν, λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸν ἐξόντωσαν οἱ Σφακιανοί.
«Ὀλυμπιακοὶ» στὸ Φραγκοκάστελλο
Παρὰ τὴ μυστικότητα, φῆμες πὼς τὰ Σφακιὰ ἑτοιμάζονταν νὰ σηκωθοῦν διέτρεχαν τὶς ἄγριες ἀκρογιαλιές, κατέβαιναν στὰ βάθη τῶν ἑπτὰ μεγάλων φαραγγιῶν καὶ ἔφταναν ὡς τὶς δεκάδες κορυφές, ποὺ ὑψώνουν τὸ μεγαλεῖο τῶν Μαδάρων ὡς δυόμισι χιλιόμετρα ψηλά. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν φοβισμένοι ἀπὸ τὶς φῆμες γιὰ τὸν ρωσικὸ στόλο ποὺ εἶχε κατακλύσει τὸ Αἰγαῖο. Καὶ περίμεναν ἀνήσυχοι τὴν ἔκρηξη.
Κεῖνο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1769 ἦταν εὐτυχισμένο στὰ Σφακιά. Κουβαλοῦσαν τὰ καράβια ἀπὸ τὴ θάλασσα. Κουβαλοῦσαν οἱ «δαιμόνιοι» ἀπὸ τοὺς κάμπους τὰ ἔχη τῶν ἀγάδων καὶ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἅι Νικήτα στὸ Φραγκοκάστελλο ἦταν ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ποὺ εἶδε ὁ τόπος.
...Στὰ παράλια του Λιβυκοῦ, στὴν ἀνατολικὴ ἄκρη τῶν Σφακιῶν, εἶναι ἕνας κάμπος μικρός. Κοντὰ στὸ κύμα ἔχουν σηκώσει ἕνα μικρὸ κάστρο οἱ Ἐνετοί, ποὺ τὸ εἶπαν οἱ ντόπιοι Φραγκοκάστελλο. Αὐτὸ τὸ Φραγκοκάστελλο τὸ δόξασε, στὰ 1828, ὁ Χατζὴ Μιχάλης Νταλιάννης μὲ τὴ θυσία του. Κείνη τὴν ἐποχὴ τὸ κάστρο ἦταν ἔρημο, μὰ κοντὰ του τὸ ρημοκκλήσι τοῦ Ἅι Νικήτα εἶχε σπουδαῖες δόξες. Τὸ πανηγύρι γινόταν στὶς 15 τοῦ Σεπτέμβρη, μὲ μεγάλη ἐπισημότητα. Ἔφταναν ἀπ’ ὅλα τὰ χωριὰ τῶν Σφακιῶν καὶ τῆς Ρίζας πανηγυριῶτες, μὲ σφάγια καὶ τυριὰ καὶ μέλια. Ἔφτανε ὁ ἐπίσκοπος, ἡγούμενοι καὶ παπάδες. Καπετάνιοι, παλικάρια καὶ κοπελοῦδες. Παλιὸ λαϊκὸ τραγούδι ἀναφέρεται στὸ πανηγύρι αὐτό:
«Σὰ θὲς νὰ δὴς καὶ νὰ χαρῆς ὄμορφα παλληκάρια
ἄμε στὸ Φραγκοκάστελλο νὰ ’ναι τ’ Ἁγιοῦ Νικήτα.
Νὰ κατεβοῦν τὰ δύο χωριὰ ἡ Νίμπρος καὶ τ’ Ἀσκύφου
καὶ τ’ ἄλλα τὰ γυρόχωρα...
Νὰ δὴς σγουροὺς νὰ δὴς ξανθοὺς κι ὄμορφους κοπελλιάρους.
Νὰ δὴς ψηλοὺς γιὰ τὸ σπαθί, κοντοὺς γιὰ τὸ ντουφέκι...
μὲ τὰ μακρὰν τωνε σκουλιὰ μὲ τσοὶ πισωκαυκάλες
τ’ ἀμπέθια τῶν τὰ μαλλιαρὰ καὶ τσ’ ἀνοιχτὲς κουτάλες...
Μετὰ τὴ μεγάλη λειτουργία κάθιζε γύρω στὰ καζάνια ὁ λαός, ἔτρωε, ἔπινε καὶ τραγουδοῦσε. Ἦταν βρασμένα τὰ τασιμάρικα σφαχτά, ἁπλωμένα τὰ τυριά, οἱ μυζῆθρες. Οἱ Σφακιανοὶ ἀγαποῦν τὸ βραστὸ κρέας μὲ τὸ μέλι. Ἀγαποῦν καὶ τὸ κρασί. Τὸ κέφι ἄναβε εὐθὺς καὶ χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ ντουφεκίδι. Τὸ ἀπομεσήμερο ἄρχιζαν τ’ ἀγωνίσματα. Μὲ τάξη τὰ παλικάρια, κάτω ἀπ’ τ’ αὐστηρὰ μάτια τῶν γερόντων ἔτρεχαν, πηδοῦσαν ἔριχναν στὸ σημάδι, πετοῦσαν τὸ βόλι κατὰ τὸν τρόπο τὸν κρητικὸ καὶ τὸ λιθάρι. Οἱ γέροι ἔβγαζαν κρίση καὶ βράβευαν τοὺς νικητές. Δουλειὰ δύσκολη κι ἐπικίνδυνη γιατί ξεσποῦσαν καβγάδες ἀνάμεσα στοὺς ὁπλισμένους νέους. Ἦταν οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τῶν Σφακιανῶν.
Ἀλλὰ χειμώνιαζε πιὰ καὶ τὰ σφακιανὰ κοπάδια ἔπρεπε νὰ ἑτοιμάζονται νὰ κατεβοῦν στὰ χειμαδιά. Ὅσοι βοσκοὶ εἶχαν τὰ χειμαδιὰ τους κοντὰ στὰ Σφακιὰ δὲν εἶχαν ἀνησυχία καμιά. Οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔπρεπε νὰ περάσουν τὰ πρόβατα στὰ κατωμέρια, δείλιαζαν. Τοὺς καθησύχασε ὅμως ὁ δάσκαλος ποὺ πίστευε ὅτι δὲν θὰ τοὺς χτυπήσουν πρῶτοι οἱ Τοῦρκοι εἰδικά τους Σφακιανούς. Στὸν Μοριὰ καὶ στὶς ἄλλες ἑλληνικὲς περιοχὲς οἱ σφαγὲς εἶχαν ἤδη ἐκδηλωθεῖ.
Ἡ ἐπανάσταση ἀρχίζει.
Ὁ Δασκαλογιάννης ἀφοῦ ξεπέρασε τοὺς ἐνδοιασμοὺς τῶν καπεταναίων, καὶ ἀφοῦ τοὺς βεβαίωσε ὅτι ὁ Μόσκοβος μάχεται κιόλας στὰ ἑλληνικὰ νερά, ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀδριατικὴ καὶ γύρισε τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἴδιου χρόνου φορτωμένος ὄπλα καὶ ἐλπίδες. «Μεσοῦντος τοῦ μηνὸς Σιεβάλ», δηλαδὴ τὸ τέλος Ἰανουαρίου 1770, οἱ Τοῦρκοι τῶν Χανίων ἀναφέρουν στὸν σουλτάνο ὅτι, ὅπως ἀποκαλύπτουν «ἐξ ἀλλεπαλλήλων πηγῶν γραπταὶ πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοῖα εἰσέβαλαν στὴ Μεσόγειο ἀπὸ τὸ Γιβραλτάρ. Φῆμες ἀλλὰ καὶ ἀληθινὲς εἰδήσεις πήγαιναν καὶ ἤρχοντο ἀνάμεσα στὰ Χανιὰ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ πασάδες τῆς Κρήτης πανικόβλητοι ἀπαγόρευσαν στοὺς Χριστιανοὺς νὰ φοροῦν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν Τούρκων. Στὶς πόρτες τους χάραξαν διακριτικὰ σημάδια...
Μετὰ τὶς καθιερωμένες συνελεύσεις στὶς ὁποῖες ὅλοι οἱ «ἄνδρες τῶν ἁρμάτων» ψήφιζαν, στὶς αὐλὲς τῆς Παναγίας τῆς Θυμιανῆς, πόλεμο ἢ εἰρήνη, οἱ καπετάνιοι κίνησαν, φανερὰ πλέον, τὶς προπαρασκευές. Μὲ πρόσχημα τὸ Πάσχα, ἔφευγαν ἀπὸ τὰ Κάστρα καὶ τὰ πεδινὰ χωριὰ οἱ Σφακιανοὶ «ἄποικοι» καὶ μαζεύονταν στὰ Σφακιὰ γιὰ νὰ ἁρματωθοῦν καὶ νὰ καταταχθοῦν στὰ ἐπαναστατικὰ σώματα. Τουρκικὸ ἔγγραφο ἐπισημαίνει ὅτι οἱ ἄπιστοι αὐτοὶ «ἀνεχώρησαν κρυφίως ἐκ τῶν χωρίων ὅπου διέμενον καὶ συνεκεντρώθησαν ἅπαντες εἰς τὴν ἐπαρχίαν Σφακίων». Ἀλλὰ κανένας ἄλλος «κατωμερίτης» δὲν κινήθηκε.
Σύμφωνα μὲ τὸν λαϊκὸ ποιητὴ «Μπάρμπα Μπατζελιό», τὸν ὅμηρο τοῦ Δασκαλογιάννη, «μία μέρα τ’ Ἀπριλιοῦ, ὡς τὸ κολατσιδάκι» οἱ Σφακιανοὶ ὀργάνωσαν τὸ στρατόπεδό τους στὸ μικρὸ ὀροπέδιο Κράπη, στὴν ἔξοδο τοῦ φαραγγιοῦ τοῦ Κατρέ, στὰ σύνορα μὲ τὸν Ἀποκόρωνα. Ἀλλὰ οἱ πληροφορίες τοῦ Μπατζελιοῦ δὲν εἶναι πάντα ἀκριβεῖς. Οἱ ἐπαναστατικὲς ἐνέργειες εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρίν. Ἀσύδοτοι καὶ ἀσυγκράτητοι νεαροὶ ἐπαναστάτες εἶχαν ὀργανώσει συστηματικὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἀγάδων. Τὴν 25 Μαρτίου 1770, μία μέρα ποὺ ἀργότερα θὰ γίνει ἐθνικὸ σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι καὶ δύο χιλιάδες ἐπαναστάτες μὲ τοὺς καπετάνιους τους, ὕστερα ἀπὸ μία πανηγυρικὴ λειτουργία μετὰ τῶν ἀπαραιτήτων πυροβολισμῶν, κήρυξαν τὴν ἐπανάσταση. Ἀρχηγοὶ τῶν ἐπαναστατῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δασκαλογιάννη ἀναφέρονται ὁ Μανούσακας, ὁ Γιωργάκης, ὁ Βουρδουμπᾶς, ὁ Χοῦρδος, ὁ Μπουνάτος, ὁ πάπα Σήφης, ὁ Βολούδης, ὁ Μωράκης, ὁ Σκορδίλης καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι -οἱ Σφακιανοὶ εἶχαν ἀπὸ τότε τὸ πάθος γιὰ τὸ καπετανιλίκι...
«Μολὼν Λαβὲ»
Ὁ Δασκαλογιάννης μὲ τοὺς δικούς του κατέβηκε στὸν Ἀποκόρωνα, ὁπλισμένος αὐτὴ τὴ φορά. Καὶ στὸ κεφάλι του τύλιξε μαῦρο κεφαλομάντιλο στὴ θέση τοῦ ναυτικοῦ καλπακιοῦ. Ἄλλοι καπετάνιοι πέρασαν στὰ Ρεθεμνιώτικα. Ὁ Δασκαλογιάννης ἔφτασε στὴ Μαλάξα καὶ μὲ τὸ ναυτικὸ κανοκιάλι ἐρευνοῦσε τὸ κρητικὸ πέλαγος γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὰ ρούσικα καράβια ποὺ περίμενε. Λίγες μέρες πρὶν εἶχε ἀπαντήσει μὲ ἕνα «Μολῶν Λαβὲ» στοὺς ἀπεσταλμένους τῶν Τούρκων, ἱερωμένους, ποὺ ἔφερναν πρόταση συνδιαλλαγῆς: «Κατ’ οὐδένα τρόπον ἠσυχάζομεν!»
Τὸ τουρκικὸ κράτος, βαρυκίνητο ὡς συνήθως, ἄργησε κάπως νὰ ἀντιδράσει. Ἡ πληροφορία τοῦ Μπατζελιοῦ ὅτι «Στσ’ εἴκοσιεξε τ’ Ἀπριλιοῦ, πριχοὺ σηκώσει ἡ μέρα - μπαίνουν οἱ Τοῦρκοι στὰ Σφακιὰ μὲ τὸ σπαθὶ στὴ χέρα» εἶναι τελείως ἀνακριβής. Ὁ σουλτάνος εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὶς 10 Ἀπριλίου τὶς κινητοποιήσεις τοῦ Δασκαλογιάννη. Ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ κινηθεῖ χωρὶς νὰ ἐξακριβώσει τὶς πληροφορίες. Στὶς 7 Μαΐου τοῦ 1770 ἔφτασε στὸ Μεγάλο Κάστρο αὐτοκρατορικὸ φιρμάνι ποὺ ὅριζε: «Ἂν ἑξακριβώσητε ὅτι πράγματι οὗτοι (οἱ Σφακιανοὶ) τυγχάνουσι ἐπαναστάτες καὶ στασιαστές, ἐνισχύουν δὲ τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως καὶ προβαίνουν εἰς πράξεις ἀνατρεπτικὰς... τότε πάντες ὑμεῖς ἐν ὁμοφωνία ἐκστρατεύσατε ἐναντίον τους καὶ προβῆτε εἰς τὴν σφαγὴν καὶ τὸν ἀφανισμὸν αὐτῶν...».
Στὸ μεταξὺ οἱ ἐπαναστάτες ἐξόντωναν τοὺς Κρητότουρκους τοῦ κάμπου καὶ τὶς φρουρὲς τῶν μικρῶν πύργων.
Κατὰ τὰ τουρκικὰ ἀρχεῖα, στὶς 28 Μαΐου ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ ποὺ εἶχε ἐντολὴ νὰ χτυπήσει τοὺς ἐπαναστάτες ἀναφέρει ὅτι οἱ προσπάθειές του νὰ ἡσυχάσει τοὺς Σφακιανοὺς ἀπέτυχαν. Ὁ ἡγούμενος τοῦ Πρέβελη καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (Μεσαρᾶς) ποὺ ἔστειλε γιὰ συμφωνίες ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸν Δασκαλογιάννη. Οἱ μάχες μὲ τὸν στρατὸ ποὺ συγκεντρώθηκε στὶς Βρύσες ἄρχισαν τὶς ὕστερες μέρες τοῦ Μαΐου. Οἱ τουρκικὲς δυνάμεις χτυποῦσαν τὰ Σφακιὰ ἀπὸ δύο μέρη. Ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ διάβαση, περιοχὴ Τσιλίβδικα - Καλλικράτης. Καί, κατὰ μέτωπον, ἀπὸ τὴν Κράπη πρὸς Ξυλόδεμα. Οἱ συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸ αἷμα πλημμύριζε τὰ αἰχμηρὰ βουνὰ καὶ τὸ ἱστορικὸ λαγκάδι τοῦ Κατρέ. Οἱ πρῶτοι νεκροὶ ὅμως δὲν ἦταν οὔτε Τοῦρκοι, οὔτε ἐπαναστάτες. Ἦταν Χριστιανοὶ ἄμαχοι ποὺ οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν γιὰ μεταφορεῖς, -σακουλιέρηδες- καὶ τοὺς ἔστηναν μπροστὰ ἀπὸ τὰ δικά τους τμήματα γιὰ νὰ δεχθοῦν πρῶτοι τὰ πυρὰ τῶν ἐπαναστατῶν.
Οἱ Τοῦρκοι εἰσβάλλουν
Ἡ ὑπεροχὴ τῶν Τούρκων σὲ ἀριθμὸ καὶ ἡ ἀπουσία βοήθειας ἀνάγκασαν τὸν Δασκαλογιάννη νὰ ἀναδιπλωθεῖ στὰ βουνὰ καὶ τὰ περάσματα. Ὁ ἀρχηγός, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ στάση τῶν Ρώσων, συγκέντρωσε ὅλα τὰ τμήματα στὶς πύλες τῶν Σφακιῶν. Ὁ Τοῦρκος σερασκέρης ἀναφέρει γραπτῶς στὸν πασὰ τοῦ Μεγάλου Κάστρου τὴν 20ή τοῦ μηνὸς Σαφέρ, 1184, δηλαδὴ τὴν 6η Ἰουνίου 1770 ὅτι «ὁ στρατὸς ἔφθασε εἰς τὴν ἐπαρχίαν Σφακίων» καὶ ἐπετέθη «κατὰ τῶν ληστῶν» μὲ τηλεβόλα, τουφέκια καὶ λοιπὰ πολεμικὰ ὄργανα (;) κατασφάζων καὶ ἐξολοθρεύων αὐτούς».
Ὁ ἀγώνας ἦταν σκληρὸς καὶ ἄνισος. Ἀλλὰ ὁ τόπος εὐνοοῦσε τοὺς ἐπαναστάτες. Οἱ Τοῦρκοι ἔπρεπε νὰ περάσουν ἀπὸ φαράγγια καὶ ἄνυδρα βουνά. Οἱ Σφακιανοὶ τοὺς περίμεναν παντοῦ, τοὺς αἰφνιδίαζαν, κυλοῦσαν ἀκόμη καὶ βράχους ἀπὸ τὶς πλαγιὲς καὶ τοὺς ἀποδεκάτιζαν. Οἱ στρατιῶτες ποὺ προχωροῦσαν συντεταγμένοι μαζὶ μὲ τὰ ὑποζύγια δὲν μποροῦσαν νὰ ἀμυνθοῦν σ’ αὐτὴ τὴν πρωτοφανὴ μορφὴ πολέμου. Οἱ μέρες περνοῦσαν. Δίψα καὶ ζέστη βασάνιζε τοὺς εἰσβολεῖς. Οἱ Σφακιανοὶ ἔδιδαν καὶ μάχες «ἐκ παρατάξεως» στὴν εἴσοδο κάθε χωριοῦ. Οἱ Τοῦρκοι περνοῦσαν ἀφήνοντας ἑκατοντάδες νεκροὺς στὰ λαγκοπεράματα καὶ στὰ ποροφάραγγα.
Ἱστορικοὶ μιλοῦν γιὰ χιλιάδες νεκρούς. Οἱ Σφακιανοὶ φόρτωσαν τὰ μισὰ γυναικόπαιδα στὰ καράβια καὶ τὰ ἄλλα τὰ κατέβασαν στὰ φαράγγια. Καὶ ἀφοῦ ὑπεράσπισαν μὲ ἡρωισμὸ καὶ τὸν τελευταῖο οἰκισμό, ἄρχισαν τὸν φονικὸ κλεφτοπόλεμο. Ὅμως σὲ μία ἐπιδρομὴ στὸ Λουτρὸ οἱ Τοῦρκοι αἰχμαλώτισαν τὴν πρώτη κόρη τοῦ Δασκαλογιάννη, τὴ Μαρία, ἀπὸ κακὴ συνεννόηση μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ πατέρα της. Καὶ ὁ Δάσκαλος πικράθηκε. Οἱ Τοῦρκοι μαζεύτηκαν χαμηλὰ καὶ στρατοπέδευσαν στὸ Φραγκοκάστελλο ὅπου ὑπάρχει νερὸ γιατί οἱ Σφακιανοὶ δηλητηρίασαν ὅλα τὰ πηγάδια τῆς περιοχῆς. Καὶ ἀπὸ κεῖ μὲ ἐπιδρομὲς καὶ ἐνέδρες προσπαθοῦσαν νὰ συλλάβουν τὸν Δασκαλογιάννη. Ἡ ἐντολὴ τοῦ πασᾶ ἦταν ρητή: Νὰ συλληφθεῖ ζωντανὸς ὁ ἀρχηγός. Ἀλλιῶς ὁ στρατός, παρὰ τὶς ἀπώλειες καὶ τὶς δαπάνες, δὲν θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὰ Σφακιά.
Ἀλλὰ καὶ οἱ Σφακιανοὶ βρίσκονταν σὲ τραγικὴ θέση. Ὅλα τὰ χωριὰ καμένα. Τὰ κοπάδια, τὰ σπίτια, οἱ σοδειὲς λεηλατημένες. Καὶ ἔφταναν οἱ ψυχρὲς μέρες τοῦ Φθινοπώρου. Σὲ λίγο θὰ κατέβαιναν χιόνια στὰ βουνά. Οἱ θάλασσες θὰ ἀγρίευαν. Τὰ γυναικόπαιδα θὰ ἀφανίζονταν. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ τρομερὸ κλίμα, ὁ Δασκαλογιάννης ἀποφάσισε νὰ δεχθεῖ τὶς ἐπίμονες προτάσεις τῶν πασάδων. Οἱ κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
- Ἂν παραδοθεῖ ὁ Δασκαλογιάννης, ἐμεῖς θὰ φύγουμε ἀπὸ τὰ Σφακιὰ καὶ θὰ χορηγήσουμε γενικὴ ἀμνηστία. Ὁ Δασκαλογιάννης θὰ κρατηθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα σὰν ἐγγύηση ὅτι δὲν θὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπανάσταση!
Ὁ Δάσκαλος παραδίδεται
Οἱ προτάσεις τῶν Τούρκων ἴσως ἐπηρέασαν καὶ κάποιους ἀμάχους ποὺ βασανίζονταν στὰ σπήλαια μὲ μύριες στερήσεις. Τὴν ἴδια ὥρα ὁ Δασκαλογιάννης μάθαινε τὴ συντριβὴ τοῦ σηκωμοῦ στὸν Μοριά. Ἐλπίδα δὲν ὑπῆρχε. Γνώριζε βέβαια ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ τὸν σκότωναν. Ἀλλὰ σὰν ὑπεύθυνος ἡγέτης σκεπτόταν κατὰ τὸν ποιητή:
«Ὁ ποθαμός μου στὰ Σφακιὰ πολὺ καλὸ θὰ φέρει,
γιατί ὁ χειμώνας ἔρχεται, πάει τὸ καλοκαίρι».
Τελικά, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν πρωτοκαπετάνιων του, ἀποφάσισε νὰ παραδοθεῖ. Τὸν συνόδευσαν μάλιστα τιμητικὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους του ὡς τὰ σύνορα τῶν Σφακιῶν. Ἀλλὰ οἱ Τοῦρκοι τοὺς παγίδευσαν ὅλους καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸ Μεγάλο Κάστρο.
Οἱ Τοῦρκοι ὅσον καιρὸ κρατοῦσαν τὸν Δασκαλογιάννη προσπάθησαν χωρὶς ἐπιτυχία νὰ παγιδεύσουν καὶ τὸν τρίτο ἀδελφό του καὶ νὰ βάλουν στὸ χέρι τοὺς... θησαυροὺς τοῦ ἀρχηγοῦ. Οἱ σύντροφοι τοῦ Δασκάλου ποὺ τὸν συνόδευσαν στὴν ἀπατηλὴ συμφωνία βασανίζονταν στὸν λιμανόπυργο τοῦ Κάστρου, ἀλλὰ τελικὰ ὅσοι ἐπέζησαν δραπέτευσαν.
Ἕνα ἔγγραφο τοῦ πασᾶ, γραμμένο στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 1771 (3 Ζηλκαδὲ 1184), μιλεῖ γιὰ πέντε Σφακιανοὺς ποὺ ἦρθαν σὰν ἀντιπρόσωποι «τῶν μετὰ τὴν ἥτταν διασωθέντων μικρῶν καὶ μεγάλων τῆς ἐπαρχίας Σφακίων» καὶ προστάζει τοὺς Τούρκους ἀξιωματούχους νὰ τοὺς ἀνακοινώσουν τοὺς παρακάτω ὅρους, στὸ Ἱεροδικαστικὸ Συμβούλιο: Νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους. Νὰ παραδώσουν τὰ ὅπλα τους. Νὰ παραδοθοῦν οἱ πρωτεργάτες τοῦ σηκωμοῦ. Νὰ μὴ συνεργάζονται μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς χαΐνηδες (ἀντάρτες) καὶ νὰ συλλάβουν ὅσους μποροῦν ἀπ’ αὐτούς, ἢ νὰ τοὺς διώξουν ἀπὸ τὰ βουνά τους γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τοὺς ἐξοντώσουν οἱ Τοῦρκοι. Νὰ μὴν ἐπιδιορθώνουν τὶς ἐκκλησίες τους χωρὶς ἄδεια καὶ νὰ μὴ χτίζουν καινούργιες. Νὰ μὴ φοροῦν τούρκικα ροῦχα, νὰ μὴ χτίζουν ψηλὰ σπίτια, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ πολεμικὲς ἐνέργειες καὶ θρησκευτικὲς ἐπιδείξεις. Καὶ «πάντες οἱ προλαβόντως αἰχμάλωτοι καὶ ἐξανδραποδισθέντες, Μουσουλμάνοι καὶ μή, οἱ καταφυγόντες ἐντεῦθεν εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, νὰ ἀποδοθοῦν ἄνευ ταλαιπωριῶν εἰς τοὺς κατόχους των».
Αὐτὸς ὁ τελευταῖος ὅρος εἶναι παράξενος καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἐπιβεβαιώνει μερικὲς ἱστορίες τοῦ λαοῦ γιὰ τὶς κοινωνικὲς πεποιθήσεις τοῦ Δασκαλογιάννη: Γιὰ ἐλευθέρωση τῶν σκλάβων ὅλων, γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἰσότητα. Εἶναι τόσο ἰσχνὲς οἱ ἱστορίες αὐτές, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀναστηθοῦν, μὲ ὅση καλὴ διάθεση. Ὁ Δάσκαλος, ὡστόσο, ταξίδευε στὴν Εὐρώπη συχνὰ καὶ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ὅλα τὰ ἀστικὰ κέντρα της φλέγονταν ἀπὸ τὶς «καινούργιες ἰδέες». Δὲν εἶναι ἀπίθανο, λοιπόν...
Ἡ διαταγὴ τοῦ πασᾶ, μὲ τοὺς νέους ὅρους, δίδει ὁδηγίες στὸν μουφτὴ νὰ ἀνακοινώσει «πάντα ταῦτα εἰς τοὺς ὡς εἴρηται ἰσχυρογνώμονας καὶ νὰ ἀποδεχθῶσιν ὑπὸ τοὺς ὅρους τούτους τὴν ὑποτέλειαν... νὰ ὑποδείξωσι τοὺς ἐγγυητὰς των κλπ.». Τοὺς ἀποδέχθηκαν, δὲν τοὺς ἀποδέχθηκαν, δὲν ξέρουμε. Μὰ καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σημασία ἡ ὑπογραφὴ τῶν πέντε αὐτῶν, ἀφοῦ τέσσερα χρόνια ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Δασκαλογιάννη, τὰ Σφακιᾶ εἶναι «ἐπὶ ποδὸς πολέμου» ἀκόμη καὶ δὲν ξέρουμε ἂν σταμάτησε ποτὲ ἀπὸ τότε ἡ ἀνταρσία.
Τὸν ἔγδαραν ζωντανὸ
Στὶς 17 Ἰουνίου 1771 τὸ πρωί, ὁ πασὰς φώναξε ἕνα βάρβαρο γενίτσαρο, εἰδικὸ στοὺς βασανισμούς, καὶ τοῦ παράδωσε τὸν Δάσκαλο.
- Θέλω τὸ θάνατο σκληρὸ καὶ στὴ μεγάλη πλατεία.
Ὁ «εἰδικὸς» κάλεσε σὲ σύσκεψη τὴν παρέα του καὶ βρῆκαν τὸν τρόπο ποὺ θὰ σκότωναν τὸν Δάσκαλο. Τὸν ἔσυραν στοὺς δρόμους. Μαζεύτηκαν τὰ μπουλούκια ἀπ’ ὅλες τὶς γειτονιές. Ἄκουσαν οἱ Χριστιανοὶ τὴ βοὴ νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὶς τέσσερις ἄκρες τῆς πολιτείας καὶ μαντάλωσαν τὰ σπίτια τους. Οἱ φονιάδες ξεκίνησαν γιὰ τὴν πλατεία τῆς ἀνατολικῆς πύλης τοῦ Μεγάλου Κάστρου. Ἂκ Μεϊτᾶν τὴν ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι. Μπροστὰ ἔσερναν τὸν μελλοθάνατο καὶ πίσω ἀκολουθοῦσαν ἄγριοι καὶ πολεμικοί, οἱ ἡρωικοὶ γενίτσαροι, ἕτοιμοι νὰ δείξουν τὴν ἀνδρεία τους πάνω στὸν δεμένο Δασκαλογιάννη. Ἦρθαν μαραγκοί, ἔμπηξαν τέσσερις πασσάλους στὸ χῶμα, κάρφωσαν σανίδες κι ἔκαναν ἕνα κάθισμα ψηλό.
- Γιάε ποὺ θὰ σὲ κάτσω, Δάσκαλε. Στὸ θρόνο, σὰν τὸ μητροπολίτη, ἔλεγε ὁ δήμιος.
Ὁ Δάσκαλος ἄκουε καὶ δὲ μιλοῦσε. Εἶχε τὸ κεφάλι ἴσιο ὅσο γινόταν. Κείνη τὴν ὥρα, στὴν πλατεία τοῦ Μεγάλου Κάστρου, ἔνιωθε πὼς κρινόταν ἡ Κρήτη στὸ πρόσωπό του κι ἔκανε κουράγιο κι ἕσφιγγε τὰ δόντια του νὰ μὴν τὴν προσβάλει. Μὲ τὸν φριχτὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἑτοίμαζαν οἱ Τοῦρκοι, λογάριαζαν πὼς θὰ γελοιοποιοῦσαν τὸν πρῶτο ἐπαναστάτη τῆς Κρήτης. Αὐτὸ τὸ καταλάβαινε ὁ Δάσκαλος. Καὶ μάζευε τὴ δύναμή του νὰ δώσει τὴν ὕστερη μάχη.
Ὅταν τελείωσε ὁ «θρόνος» τὸν σήκωσαν καὶ τὸν κάθισαν ἐπάνω. Τοῦ ’δεσαν χέρια καὶ πόδια. Τοῦ ’δεσαν καὶ τὸ κορμὶ γερὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ! Καὶ σάλπισαν.
Τότε ἦρθε ἕνας γενίτσαρος μὲ ξυράφι στὸ χέρι. Ἀνέβηκε στὸν «θρόνο», ἅρπαξε τὸν μάρτυρα ἀπ’ τὰ μαλλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν γδέρνει σιγὰ-σιγά, μαστορικά, σὰν νὰ τὸν ξύριζε. Ἔκοβε λουρίδες ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὸ στῆθος κι ὕστερα ἄλλες πρὸς τὴν ὠμοπλάτη. Φρικίασε ὁ ὄχλος νὰ δεῖ τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τὰ αἵματα καὶ γέμισαν τὰ χέρια τῶν δημίων. Ὁ «εἰδικὸς» ἔπαιρνε τὶς λουρίδες καὶ τὶς πετοῦσε πάνω στὸ πλῆθος:
- Τζάμπα πετσὶ γιὰ τὰ στιβάνια σας!
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ περίμεναν οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματοῦχοι, δὲν ἔγινε. Μάταια λογαρίαζαν πὼς ὁ Δάσκαλος θὰ οὔρλιαζε, θὰ ’κλαιγε, θὰ γύρευε ἔλεος. Ἐκεῖνος πάλευε σὰν ἄντρας περήφανος μὲ τοὺς φοβεροὺς πόνους. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ξυράφι ἔκοβε τὸ κορμί του, ἀκουγόταν ἕνα πνιχτὸ μουγκρητό. Τίποτε ἄλλο.
Ἡ ἐκδίκηση
Ὁ ὄχλος ἐκνευρίστηκε ἀπὸ τὴν ἀντοχή του. Ἔνιωθαν πὼς τοῦτος ὁ γκιαούρης περιφρονοῦσε τὸν θάνατο καὶ τοὺς δημίους του, κέρδιζε μία κρατερὴ μάχη μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Μεγάλου Κάστρου καὶ ἀποθηριώθηκαν. Ὕβρισαν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Κρητικοὺς καὶ ἀπείλησαν γενικὴ σφαγὴ γιὰ μία στιγμή.
Ἕνας Τοῦρκος, ὁ Χασᾶν Μαράζης, διηγήθηκε σὲ βαθιὰ γεράματα, τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ ’κανε ὁ ἡρωικὸς θάνατος τοῦ Δασκάλου. Ἦταν τότε νέος καὶ φανατικός. Ἔβλεπε τὸν καπετάνιο νὰ παλεύει συγκρατημένος μὲ τὰ βασανιστήρια καὶ τρόμαξε: «Αὐτὸς δὲν ἦταν ἄνθρωπος, μὰ τὴν πίστη μου».
Τὸ βράδυ, λέει, ὅταν γύριζε στὸ σπίτι του, νόμιζε πὼς τὸν ἀκολουθοῦσε παντοῦ ἡ σκιὰ τοῦ ἥρωα, ἐκδικητική. Καὶ ὄχι μόνο αὐτός. Ὅλοι οἱ Τοῦρκοι, ὅταν τελείωσε τὸ κακούργημα καὶ γύριζαν στὰ σπίτια τους, ἔνιωθαν σὰν ἡττημένοι. Μόλις προχώρησε τὸ ξυράφι στὸ κορμὶ τοῦ Δασκάλου, ἡ βασανισμένη ψυχὴ του βγῆκε καὶ πορεύτηκε πρὸς τὸν Θεὸ της ἤρεμη καὶ περήφανη. Οἱ δήμιοι, ὅμως, συνέχισαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του νὰ κόβουν τὸ δέρμα τοῦ νεκροῦ καὶ νὰ τὸ πετοῦν στὸν ὄχλο.
Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς πέθανε τὸν ἄφησαν πάνω στὰ ξύλα, δύο μέρες, νὰ τὸν σαπίσει ὁ καλοκαιρινὸς ἥλιος. Ὕστερα ἔβαλαν δύο ραγιάδες καὶ τὸν ἔθαψαν σ’ ἕνα λάκκο, μία δεκαριὰ βήματα νοτιοανατολικὰ ἀπὸ τὴ γωνία τῆς Ἂκ-Τάμπιας. Ἐκεῖ σκέπασε τὸ λείψανό του τὸ χῶμα τοῦ Κάστρου κι ἡ λησμονιά.
Ἡ εἴδηση τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τὰ Σφακιὰ. Οἱ καπετάνιοι, ποὺ ἔμειναν μὲ τὸ τουφέκι στὰ χέρια πάνω στὰ ἐρείπια, ὁρκίστηκαν ἐκδίκηση.
Συνέχισαν τὶς ἐπιδρομὲς κατὰ τῶν ἀγάδων καὶ τρία χρόνια ἀργότερα ἐξόντωσαν καὶ τὸν πανίσχυρο Ἀληδάκι καὶ τὶς ἑκατοντάδες τῶν ἀνθρώπων του πυρπολώντας τὸν πύργο του καὶ καταστρέφοντας τὰ ὑποστατικά του. Ἀπὸ τότε τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα δὲν ἔπεσε στὰ Σφακιά. Μερικοὶ σύντροφοί του ἔφτασαν γέροντες ἀλλὰ σοφοὶ καὶ γενναῖοι ὡς τὸ δεκάχρονο κρητικὸ ’21 καὶ πρόσφεραν συμβουλὲς καὶ αἷμα.
Ἡ θυσία τοῦ Δάσκαλου δὲν πῆγε χαμένη...
www.kairatos.com.gr/daskalogianis.htm