Έφευγαν από το χωριό τους Τζιτζιφέ Αποκορώνου με τα πόδια και για μέρες ή και 2-3 εβδομάδες περιόδευαν στα χωριά της Κρήτης, πουλώντας το περίφημο καραμπάσι, σημαντικό φάρμακο για εκείνες τις παλιότερες εποχές. Τί ήταν το καραμπάσι; Ήταν ένα υποκίτρινο υγρό, ένα αιθέριο έλαιο, που προερχόταν από την απόσταξη φύλλων δάφνης. Ήταν γνωστό και σαν δαφνέλαιο, αλλά η παράδοση του χωριού Τζιτζιφέ Αποκορώνου, του μοναδικού τόπου σ΄όλη την Ελλάδα, που το παρασκεύαζε, το ήθελε καραμπάσι, ονομασία τουρκικής προέλευσης. Έφευγαν, λοιπόν, με τα πόδια τα παλιότερα χρόνια οι καραμπασάδες του Τζιτζιφέ, παίρνοντας μαζί τους και μια ή το πολύ δύο οκάδες καραμπάσι.
Πολλά λέγονται και πολλά ακούγονται αυτόν τον καιρό γύρω από την καταγωγή των Μινωιτών Κρητικών. Εμφανίζονται πολλοί υποψήφιοι "πατέρες" ενός πολιτισμού, ο οποίος ποτέ δεν θεωρήθηκε "ορφανός". Είναι βέβαιον ότι αυτά όλα δεν είναι τυχαία, παρά κρύβουν μεθοδεύσεις, των οποίων τους στόχους θα μάθουμε σύντομα. Κάποιοι είναι προφανές ότι στο άμεσο μέλλον θα εγείρουν θέμα διεκδικήσεων στην ελληνική Μεγαλόνησο. Αυτοί οι αυθαίρετοι σφετεριστές του νησιού είναι εκείνοι που "ανοίγουν" τη συζήτηση περί της καταγωγής των αρχαίων Κρητών. Το πιο τραγικό για όλους αυτούς που τα μεθοδεύουν είναι ότι δεν μπορούν να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους ούτε με βάση την απλή λογική.
Πόσο μάλλον με βάση την πάγια επιστημονική πρακτική, η οποία απαιτεί την κατάθεση αδιάσειστων ιστορικών στοιχείων.

![]() |
Ελαίαγνος ή μοσχοϊτιά (Elaeagnus angustifolia) |
Ότι, εμείς οι Δυτικοί πιστεύουμε για τα μήλα "ότι ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα", οι Ασιάτες το αποδίδουν στα Τζίτζιφα..
Η Τζιτζιφιά -Ziziphus jujuba-.θεωρείται δέντρο με καταγωγή την Ασία που έχει εγκλιματιστεί στην Ελλάδα και σε άλλες παραμεσόγειες χώρες, άγνωστο πότε. Κάποτε τις συναντούσε κανείς πολύ συχνά στο λεκανοπέδιο, όπως και τις θεόρατες πιπεριές και τους ευκαλύπτους, και η μυρωδιά που ανέδιδαν σφράγισε την παιδική μας ηλικία. Μετά ήρθαν τα αυτοκίνητα, χρειάστηκε να μεγαλώσουν οι δρόμοι -να πλατύνουν- και τα περισσότερα απ'αυτά τα δέντρα θυσιάστηκαν στο όνομα της ανάπτυξης.
Στη χώρα μας το δέντρο έχει σχεδόν ξεχαστεί, ενώ αλλού στον κόσμο καλλιεργείται για τους καρπούς του. Φτιάχνουν μ'αυτούς μαρμελάδες, καραμέλες και γλυκά. Τα παιδιά μου δεν έχουν δει ποτέ τζιτζιφιά, πόσο μάλλον να γνωρίζουν τη γεύση της, ή να έχουν ζήσει την περιπέτεια του μαζέματος των καρπών της ανάμεσα στα αγκαθωτά κλαριά της. Είναι δένδρο καρποφόρο, φυλλοβόλο, με δίχρωμα φύλλα σαν της ελιάς που ανθίζει το καλοκαίρι και εκπέμπει ένα ευχάριστο λεπτό άρωμα που διαχέεται σε μεγάλη έκταση.
Καλλιεργείται εντατικά στην Κίνα και αλλού -όπου θεωρείται και τόπος καταγωγής του δέντρου-και ο καρπός της διατίθεται σε πολλές μορφές νωπός ή αποξηραμένος, σαν καραμέλα αλλά και σαν τουρσί!!! Οι καρποί είναι δρύπες, μοιάζουν με τις ελιές όταν είναι άγουροι, σταδιακά γίνονται καφέ όταν ωριμάζουν το φθινόπωρο, και γλυκαίνουν. Μοιάζουν στη γεύση με ώριμο μήλο.
Όταν προορίζονται για νωπή κατανάλωση συλλέγονται μόλις ο φλοιός τους αποκτήσει το χαρακτηριστικό σκούρο χρώμα. Εάν προορίζονται για αποξήρανση συλλέγονται υπερώριμοι, αφού συρρικνωθούν επάνω στα δένδρα. Η αποξήρανση τους γίνεται με έκθεση στον ήλιο για όσο διάστημα απαιτείται, και διατηρούνται σε καλή κατάσταση για ένα χρόνο.
Συστατικά: Ο καρπός περιέχει φλαβονοειδή, γλίσχρασμα(1) σαπωνίνες, σάκχαρα, βιταμίνες Α, Β2,και C, ιχνοστοιχεία, ασβέστιο,και σίδηρο.
Οι σπόροι περιέχουν σαπωνίνες και αιθέρια έλαια.
Ο φλοιός της Τζιτζιφιάς περιέχει τανίνες και είναι στυπτικός. Χρησιμοποιείται και στη Δυτική και στην Κινέζικη βοτανολογία. Στην Κίνα η ποικιλία Da Zao χρησιμοποιείται για να τονώσει τη σπλήνα και το στομάχι, στην αντιμετώπιση της δύσπνοιας, σε σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές,σε αδυναμία των νεύρων, για να ισορροπήσει την πίεση, σαν σιρόπι για να καλύψει τις γεύσεις των δυσάρεστων βοτάνων,κ.ά. Στην πραγματικότητα, εάν ο καρπός της άγριας τζιτζιφιάς λαμβάνεται σε καθημερινή βάση, βελτιώνει το χρώμα του δέρματος και τον τόνο, δύο σημεία που δηλώνουν την σωματική ευεξία. Η ωφέλειά του γίνεται φανερή αν λαμβάνεται συχνά και προληπτικά.
"Τζιτζιφιανός κατάγομαι και τόχω σ’ έπαινό μου, πως καραμπάσι βγάνουνε μονάχα στο χωριό μου"

Αποσταχτήρας που παρασκεύαζε καραμπάσι στον Τζιτζιφέ Αποκορώνου
Πήγαιναν από χωριό σε χωριό, στο Νομό Χανίων και στο Νομό Ρεθύμνου, αλλά έφταναν και μέχρι τη Μεσαρά και τα χωριά του Νομού Ηρακλείου, στο στυλ του μικροπωλητή, για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Ένας καραμπασάς εκείνης της εποχής, ο Γιάννης Καλυκάκης, όπως μπορεί να διαβάσει κανείς στο βιβλίο «Το Καραμπάσι. Μια μοναδικότητα της Ελλάδας», που συνέγραψε ο Τζιτζιφιανός γαμπρός Αλέξανδρος Χριστοδουλόπουλος και εξέδωσε το 2003 ο «Σύλλογος των εν Αττική και Απανταχού Τζιτζιφιανών», λέει:
Πριν πολλά χρόνια στη χώρα μας, ο άνθρωπος, αφού δεν υπήρχανε διάφορα μέσα για την καλλιέργεια, προκειμένου να διαβιώσει, προχώρησε στην κατασκευή αυτοσχέδιων μέσων, ανάλογο για κάθε εργασία.
Έτσι όσο περνούσανε τα χρόνια, προχωρούσε και στην βελτίωση αυτών, επιτυγχάνοντας καλύτερη πρόοδο.
Πιστός στο χάρισμα της νοημοσύνης που του έδωσε ο δημι¬ου¬ρ¬γός Θεός, να κατοικεί στην γη, να εργάζεται και να επιβάλλεται σε όλα τα δημιουργήματά του.
Μεταξύ αυτών που κατασκεύασαν για την διαβίωση του, την ενδυμασία του και την μεταφορά αυτών και για την αξιοποίηση όλων προς το καλύτερο και περισσότερο, προχώρησε και σε αυτοσχέδια μέσα, προστασίας αυτών, αλλά και του ίδιου. Ένα από αυτά και το σπουδαιότερο της εποχής, ήτανε και η κατσούνα.
Η κατασκευή αυτής προέρχεται, από ένα ευθύγραμμο ξύλο, κανονικού μεγέθους, προερχόμενο συνήθως από άγρια δέντρα, όπως: από πρινάρι, ελιά, ασφένταμο, λωτό κ.λπ. Την άνοιξη ή το καλοκαίρι, το έκοβε από το δέντρο του και με ανάλογη επεξεργασία το διαμόρφωνε, έτσι, ώστε στο ένα άκρος αυτού, να σχηματιστεί, στρογγυλός γάντζος σε μήκος 1,10μ.
Μετά από την κατασκευή της, στην Κρήτη, πήρε τ’ όνομα κατσούνα, ενώ σε άλλα μέρη της χώρας μας, έχει άλλες, αλλά παρό¬μοιες ονομασίες.
Όπως στο κάθε επάγγελμα, υπάρχουν διάφορες ειδικότητες, έτσι και η κατσούνα είχε διάφορες υποχρεώσεις, απέναντι του αφεντικού της, που την είχε για την καθημερινή του εξυπηρέτηση, όπως: ο κτηνοτρόφος να πιάνει τα πρόβατά του, όταν ήτανε ανάγκη, ο γεωργός, να μαζεύει τα διάφορα φρούτα (σύκα, αχλάδια, δαμάσκηνα, κ.λπ.), να την χρησιμο¬ποιεί ο κάτοχός της για το περπάτημά του, όταν ήτανε σε μεγάλη ηλικία, όπως και σήμερα, να τον προστατεύει σε τυχόν επίθεση και να την έχουν στο σπίτι τους για ενθύμιο οι νοέτεροι.
Μια ημέρα που περνούσε ο αγροφύλακας του χωριού από τον δρόμο, στην άκρη ενός αμπελιού πρόσεξε τον άγριο λωτό να έχει ένα κατάλληλο ευθύγραμμο ξύλο για κατσούνα.
Το έκοψε και στο σπίτι του το διαμόρφωσε σε μία ωραία κατσούνα και μετά την τοποθέτησε στην αποθήκη του μαζί με πολλές άλλες που είχε.
Ξέρανε οι χωριανοί ότι τις πουλούσε για να παίρνει τα τσιγάρα του ή τις δώριζε σε φίλους του.
Μια οικογένεια του χωριού είχε προβλήματα. Η μάνα και τα παιδιά τους, ήτανε ενάντια του πατέρα. Αυτός πάντα εργατικός και τους πήγαινε τα πάντα να διαβιώνουν πάντοτε καλύτερα, αλλά δεν μένανε ευχαριστημένοι και όλο παράπονα εναντίον του. Δεν μπορούσε να τους αντέξει από την αχαριστία τους. Αποφάσισε και πήρε μία κατσούνα από την αποθήκη όταν απουσιάζανε και την τοποθέτησε στο σπίτι, δίπλα στο τζάκι, με σκοπό αν ξανά του βγάλουνε γλώσσα και αν του κάνουνε παράπονα, ότι δεν περνούνε καλά, να τους χτυπήσει όλους με την κατσούνα να σταματήσουν. Όταν μπήκανε στο σπίτι και την είδανε, καταλάβανε ότι ο πατέρας είχε κακές διαθέσεις γι’ αυτούς. Οπότε κανείς τους δεν μίλησε από εκείνη την ημέρα και όλοι τους αλλάξανε συμπεριφορά σε όλα.
Επίσης όταν κάποιος στο χωριό, ήτανε ανάποδος και έκανε συνέχεια φασαρίες με το παραμικρό και δεν έπαιρνε από τα λόγια των χωριανών, λέγανε μόνο με δυο κατσουνιές στην πλάτη θα στρώσει. Πράγματι όταν τον χτυπούσανε, αμέσως άλλαζε συμπεριφορά. Γι’ αυτό είχανε συνήθεια να λένε: όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος και είναι αλήθεια και για σήμερα, έπρεπε, αλλά δεν γίνεται.
Ακόμα λέγανε στο χωριό, όταν βλέπανε ότι κάποιος χωριανός δεν πήγαινε καλά ή στο καφενείο μεθούσε ή δεν δούλευε και δεν είχανε ψωμί στο σπίτι τους να φάνε: μόνο με δυο κατσουνιές θα κοπούνε όλα αυτά.
Η κατσούνα, ειδικά στην Κρήτη, ήτανε το μοναδικό, προστατευτικό εργαλείο (όπλο) ατομικό και οικογενειακό. Προστάτευε τον ανδρισμό του ατόμου που την κρατούσε.
Τα παλιά χρόνια, όλοι οι νέοι στα χωριά, πάνω από τα 15 χρόνια τους, κρατούσανε κατσούνες, ενώ σήμερα έχει περιοριστεί, μόνο στους μεγάλους σε ηλικία και διατηρείται επίσης μόνο στα ορεινά χωριά και συνεχίζει να τους εξυπηρετεί σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.
Τελειώνοντας, ένας χωριανός ήτανε ο μόνος που αναγνώρισε όλα τα παραπάνω που του προσέφερε η κατσούνα του και την αγαπούσε σαν να ήτανε, ένα από τα έξι παιδιά που είχε. Ως ένδειξη αυτών, μία ημέρα του καλοκαιριού, πήρε την κατσούνα του και πήγε με την παρέα του στην βρύση του χωριού, καθίσανε στην σκιά ενός πλατάνου και το στρώσανε στις ρακές. Μετά από λίγο κέφι τους τραγούδησε τις παρακάτω μαντινάδες για την κατσούνα του, που κρατούσε:
Κατσούνα μου, κοπέλι μου Κατσούνα ν’ έχει ο βοσκός Κατσούνα όταν σε χρειαστώ Όταν γεράσουμε κι οι δυο |
Γιάννης Τσαχπίνης, Απόστρατος Αξιωματικός




Οι εφαρμογές του ξύλου στην Αρχαία Ελλάδα ήταν πολυάριθμες και σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό αποδεικνύεται από πολλά στοιχεία τα οποία καταμαρτυρούν την ευρεία κατανάλωση του ξύλου και την παράλληλη καταστροφή των δασών.
Η υλοτομία των δασών για το ξύλο τους υπήρξε κύριος παράγοντας καταστροφής από αρχαία χρόνια έως σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Όμηρο, άλλους αρχαίους συγγραφείς και την Αγία Γραφή, η λέξη «ύλη» σημαίνει δάσος, δένδρο, ξύλο και υλικό. Το ξύλο ήταν το απαραίτητο υλικό για βάρκες και πλοία, κατοικίες και άλλα κτίσματα, όπλα και άλλες πολεμικές κατασκευές, αγροτικά εργαλεία (άροτρα κ.λ.π.), άλλα διάφορα προϊόντα και καυσόξυλα.
Για την κατασκευή πλοίων και άλλες ανάγκες σε ξύλο, είναι ενδιαφέρον να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία ( Τσουμής Γ.): Οι τριήρεις των αρχαίων Ελλήνων είχαν μήκος 40 m και πλήρωμα 200 ανδρών, ενώ στη Μακεδονία κατασκευάσθηκαν πλοία με πλήρωμα 1.800 άνδρες. Στην Αίγυπτο, την εποχή των Πτολεμαίων, σχεδιάσθηκε πλοίο με 120 m μήκος και 4.000 κωπηλάτες, που όμως πιστεύεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε. Αναφέρονται πλοία με κατάρτια που είχαν ύψος ως 40 m και κουπιά με μήκος ως 18 m. Στο Βυζάντιο οι «δρόμονες» είχαν 45 m μήκος και 100 κουπιά.
Ένα πλοίο που θεωρείται το μεγαλύτερο της αρχαιότητας, αναφέρεται ότι στο πρώτο του ταξίδι μετέφερνε 4.000 τόνους που περιλάμβαναν 60.000 «μέτρα σιτάρι», 10.000 αμφορείς με παστά ψάρια, 20.000 τάλαντα (500 περίπου τόνους) και 20.000 τάλαντα διάφορα άλλα προϊόντα.
Ο Ξέρξης ήρθε να κατακτήσει την Ελλάδα με 4.200 πλοία και νικήθηκε από τους Έλληνες που είχαν 350 πλοία. Για να γίνει ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο του 18ου αιώνα έπρεπε να υλοτομηθούν περίπου 4.000 δένδρα δρυός. Οι ποσότητες ξύλου που καταναλώνονταν ήταν τεράστιες, αν σκεφθεί κανένας τους μεγάλους στόλους της Βενετίας, της Φλωρεντίας και αργότερα της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας και ότι τα ξύλινα πλοία καταστρέφονταν από φωτιά, σήψη, θαλασσινούς ξυλοφάγους οργανισμούς και έπρεπε να γίνεται αντικατάστασή τους.
Έχει υπολογισθεί ότι ένα μεγάλο μεταλλουργικό κέντρο στην κλασική αρχαιότητα χρειαζόταν τα ξύλα 4.000.000 στρεμμάτων παραγωγικού πρεμνοφυούς δάσους. Στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι για να κτισθεί ο ναός του Σολομώντος απασχολήθηκαν 150.000 εργάτες για την υλοτομία κέδρων και πεύκων και τη διαμόρφωση και μεταφορά ξύλων και λίθων.
Ο Βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσωρ (1150-1120 π.X.) κατέστρεψε πέτρινο αμυντικό τοίχος με φωτιά, η οποία έκαιγε για μεγάλο διάστημα, ώσπου οι πέτρες «κάηκαν» και το τοίχος έπεσε. Για το σκοπό αυτό υλοτομήθηκαν όλα τα δάση της περιοχής και το στρώμα στάχτης που υπάρχει σήμερα έχει πάχος πολλά μέτρα.
Μια γέφυρα που κατασκευάσθηκε το 425 π.X. στο Στρυμώνα (κοντά στην Αμφίπολη) στηριζόταν σε περισσότερους από 12.000 κορμούς δένδρων. Τον 19ο αι. σε πολλές μεσογειακές χώρες πολλά δάση καταστράφηκαν για να γίνουν στρωτήρες σιδηροδρόμων. Στην Ελλάδα πολλά δάση καταστράφηκαν για να γίνουν κιβώτια για σταφίδες, ενώ όλα τα πολύτιμα δρυοδάση έγιναν δάση που παράγουν μόνο καυσόξυλα.
Σημειώσεις:
Ο Θεόφραστος (327-287 π.Χ) μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έζησε την περίοδο της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου και θεωρείται πατέρας της Βοτανικής και έχει προταθεί ως πατέρας της Δασολογίας και της Οικολογίας. Ο Τσουμής Γεώργιος. τον ονομάζει πατέρα της Υλοχρηστικής με βάση το πέμπτο βιβλίο της «Περί Φυτών Ιστορίας». Η υλοχρηστική είναι κλάδος της Δασολογίας που ασχολείται με τη χρηστική αξία των προϊόντων του δάσους. Από την Υλοχρηστική προήλθε η Επιστήμη και Τεχνολογία Δασικών Προϊόντων, κυρίως του ξύλου.
Ιωάννης Κακαράς, Δασολόγος, διετέλεσε καθηγητής στο Τμήμα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου του ΤΕΙ Καρδίτσας.
Πηγή: Περιοδικό «ΕΠΙΠΛΕΟΝ»