Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχιές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν' απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο κι απ' τις τρεις τούτες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε και έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί που το λέμε πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε τον μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή, χάρη, κίνηση και λαμπρότητα Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και υπερήφανο που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. ΄Εχει τόσο πολύ πολεμήσει και υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζi του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη για να δω τα χωριά που γκρέμισαν και έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν' ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν' απλώνονται να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα, πει νασμένα και αλύγιστα,
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν και πού βρίσκουν το κορμιά τούτο τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Οι Κρητικοί, αλήθεια, αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από το νέο-ανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά : παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβα αντίκρυσμα του Θανάτου.
Ένα βράδυ μπήκα σε ένα φτωχικό χαμόσπιτο σ' ένα Σφακιανό χωριό. Ο γέρος καπετάνιος με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριάκος Σπεριλάκης, κάθονταν πλάι στα τζάκι και κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι . Κάθησα δίπλα του. Έφερα την κουβέντα στο θάνατο. Στράφηκε ο γέρο Σφακιανός και μου είπε
-Χαρά στον άνθρωπο παιδί μου, που βάνει δυο φορές τη μέρα στο νού του το «θάνατο»...
Κι ένας άλλος γέρος εκατοχρονίτης στον κάμπο της Μεσσαράς μου είχε πει μια μέρα ένα μεγάλο
λόγο. Τον ρώτησα:
-Πώς σου φάνηκε, παππού, η ζωή αυτή στα εκατό αυτά χρόνια:
-Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό, μου αποκρίθηκε,
-Και διψάς ακόμη, παππού;
Στράφηκε και με κοίταξε με τα θολό μικρούτσικα μάτια του, σήκωσε τη χερούκλα του σα να καταριόταν και είπε:
-Ανάθεμα τον που ξεδίψασε!
Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δεν λυγίζουν την Κρητική ψυχή.
Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Γέρικη , αβόλευτη, τραχιά είναι η γη της Κρήτης, Κι όταν
τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βρόχους και τέτοια αρμύρα δεν
σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει, Τότε η Κρήτη έχει κάτι το
απάνθρωπο, δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της, ένα μονάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ως το αίμα. Υπάρχει και κάτι άλλο στην Κρήτη, υπάρχει κάποια φλόγα -ας την πούμε ψυχή -κάτι πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις, δηλαδή, να το περιορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνεια, το πείσμα, η παλικαριά, η αψηφισιά και μαζί τους κάτι άλλο, ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος, Να χαίρεσαι, μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη, διότι ενώ νοιώθεις πως έχεις χρέος να κάμεις ότι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθεια σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει δε σώζεται.
΄Ενα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της
ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν' απατήσει τον εαυτό του ή τους άλλους και που πάντα τολμάει
ν' αντικρίζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια
κανενός, την αγέλαστη κι αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
Νίκος Καζαντζάκη